Το 1726 εκδόθηκε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα του ιρλανδού κληρικού Τζόναθαν Σουίφτ «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ», που έγινε έκτοτε ένα από τα μεγαλύτερα έργα πολιτικής φαντασίας, παγκόσμια εκδοτική επιτυχία και κλασική αναφορά της αγγλικής λογοτεχνίας. Το πρώτο μέρος και το πιο γνωστό αφορά το ναυάγιο του Γκιούλιβερ σε μια νησιωτική ακτή όπου κατοικούν οι Λιλιπούτειοι, που δεν ξεπερνούν σε ύψος τα 15 εκατοστά. Μετά τον πρώτο φόβο που τους προκαλεί, ο Γκιούλιβερ καταφέρνει να αποκτήσει την εμπιστοσύνη των Λιλιπουτείων και να γίνει σύμβουλος και συνεργάτης του βασιλιά. Πραγματικά όμως γίνεται εθνικός ήρωας όταν κολυμπώντας κλέβει και σέρνει στο λιμάνι της Λιλιπούτης τον στόλο της Μπλεφούσκου, που είναι ένα γειτονικό νησί, οι κάτοικοι του οποίου, εξίσου μικροί στο ανάστημα, βρίσκονται σε διαρκή έριδα με τους Λιλιπουτείους και μισούνται θανασίμως από αυτούς.
Ολα μοιάζουν να πηγαίνουν καλά για τον Γκιούλιβερ, ως τη στιγμή που αρνείται το παράλογο αίτημα της Αυλής και του λαού της Λιλιπούτης να χρησιμοποιήσει τη σωματική του δύναμη για να συντριβούν εντελώς οι εχθροί τους, να γίνουν δούλοι και να καταληφθεί η Μπλεφούσκου. Το κρύσταλλο έχει ραγίσει και χρειάζεται μόνο μια αφορμή για να επέλθει η οριστική ρήξη.
Αυτή η αφορμή δίνεται ένα βράδυ, όταν ξεσπά μια απρόσμενη πυρκαγιά στο παλάτι. Για να σώσει τον βασιλιά και αφέντη του, τους άλλους άρχοντες και τις οικογένειές τους, ο Γκιούλιβερ χρησιμοποιεί το δραστικότερο μέσο που διαθέτει, δηλαδή κατουράει το παλάτι. Επειδή, όπως λέει ο ίδιος, είχε πιει και μερικές μπίρες, το αποτέλεσμα ήταν ακαριαίο: η φωτιά σβήνει και οι άρχοντες σώζονται. Σώοι μεν, κατουρημένοι δε. Μόλις γίνεται αντιληπτό ότι ξεπεράστηκε ο κίνδυνος της πυρκαγιάς αρχίζουν η γκρίνια για την ασεβή πράξη του Γκιούλιβερ και η υπονόμευση της θέσης του. Ο ήρωάς μας μόλις καταφέρνει να δραπετεύσει στην Μπλεφούσκου όπου και διασώζεται από ένα πειρατικό πλοίο που τον μεταφέρει στον πολιτισμένο κόσμο.
Οι Λιλιπούτειοι της Αθήνας όσο πιο έκδηλη είναι η ευεργετική επιρροή του Μνημονίου για την ισορρόπηση της οικονομίας, τόσο περισσότερο λυσσομανούν εναντίων όσων πρωτοστάτησαν στη σύλληψη και εφαρμογή της νεόκοπης αυτής πολιτικής που χάρη στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη μάς οδήγησε, με μεγάλες κοινωνικές θυσίες βέβαια, σε αυτή την αδιαμφισβήτητη μακροοικονομική επιτυχία του πρωτογενούς πλεονάσματος. Είναι προφανές ότι στην εποχή των τρένων και των άλλων μέσων ταχείας μεταφοράς οι πολιτικοί εκφραστές της παράταξης του παραλόγου οδεύουν ιππεύοντας σε γαϊδουράκι και μάλιστα αντίστροφα, δηλαδή κοιτώντας προς την ουρά.
Οσο κορυφώνονται η αγωνία και το πάθος τους, γιατί ο λαός και η χώρα απέφυγαν την οικονομική καταστροφή και σιγά-σιγά θα μπούμε στην οδό της ανάπτυξης και της ανάκτησης του χαμένου εδάφους, τόσο λυσσομανούν. Μετέρχονται απαράδεκτα για αριστερούς εργαλεία φυλετικού εθνικισμού και προσωποποιούν τους στόχους τους. Είναι όλο και πιο δυσδιάκριτες οι διαφορές ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη Χρυσή Αυγή.
Είναι χαρακτηριστικό το ιθαγενές και ευρωπαϊκό πρόσφατο σύνθημα του «υποψήφιου Προέδρου» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Τσίπρα: «Οι πολίτες πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα σ’ εμάς και την κυρία Μέρκελ». Παραγνωρίζει δύο αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Το ένα είναι ότι για πρώτη φορά στη σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας η Γερμανία στάθηκε στο πλευρό μας, επένδυσε σημαντικά ποσά που πήραν τη μορφή απευθείας βοήθειας και ακόμα περισσότερα με τη μορφή διαφυγόντων κερδών για να ορθοποδήσει η ελληνική οικονομία. Εχουμε δε την ελπίδα ότι θα ευνοήσει μια βαθμιαία ελάφρυνση του δημοσίου χρέους της χώρας με την επιμήκυνση και κάποιον χειρισμό περί τα επιτόκια.
Από το τέλος του 18ου αιώνα οι Γερμανοί υπήρξαν πάντα εχθροί και αντίπαλοι της Ελλάδας, τώρα για πρώτη φορά μας δίνουν το χέρι. Ο λυσσαλέος για εξουσία Τσίπρας σπεύδει να δαγκώσει το χέρι της κυρίας Μέρκελ. Ξεχνά ότι οι Γερμανοί χριστιανοδημοκράτες έχουν και άλλα κόμματα να αντιμετωπίσουν και μια εξόχως προκατειλημμένη κοινή γνώμη. Θαρραλέα, η κυρία Μέρκελ ανέλαβε τον κίνδυνο της υποστήριξης της ελληνικής ιδιαιτερότητας και οι Γερμανοί τώρα τείνουν στην επιβράβευση της πολιτικής της.
Προτείνω λοιπόν για όλους αυτούς τους λόγους, στο εκλογικό δίλημμα Τσίπρας ή Μέρκελ να απαντήσουμε: «Μέρκελ, βεβαίως, Μέρκελ».
Αυτό ιδιαίτερα επιβάλλεται όταν ο υποψήφιος της κυρίας Μέρκελ είναι ο μαχόμενος και σταθερός φίλος της Ελλάδας, πρώην πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου κ. Γιούνκερ και μια άλλη επιλογή είναι ο εξίσου συστηματικός και στρατευμένος φίλος μας σοσιαλδημοκράτης κ. Σουλτς.

Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ