Θυμάμαι πάντα εκείνη την ιστορία που μου είχε αφηγηθεί μια φίλη από τον καιρό των σπουδών της στη Βρετανία, στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Οι σπιτονοικοκύρηδές της, στο δυάρι που νοίκιαζε σε κάποιο προάστιο του Λονδίνου, ένα ζευγάρι υπερήλικων αλλά κοτσονάτων Βρετανών, είχαν βιώσει μια περίεργη ιστορία με το εκεί σύστημα Υγείας. Σε μια παρατεταμένη κρίση γαστρεντερίτιδας, η ηλικιωμένη γυναίκα, ας την πούμε κυρία Καρλάιλ, επισκέφθηκε ένα πρωί το νοσοκομείο της περιοχής. Και ενώ περιμένει στα εξωτερικά ιατρεία, η νοσοκόμα επιστρέφει συνοδευόμενη από μία ψυχολόγο και μία κοινωνική λειτουργό. Ποσώς τους ενδιαφέρει η γαστρεντερίτιδα, της δείχνουν με νόημα τις μελανιές και τις εκδορές στα χέρια και στα πόδια και της ζητούν επιμόνως να «καταγγείλει».

Μάταια η ίδια προσπαθεί να τους εξηγήσει ότι έχουν προκληθεί από τους δύο παιχνιδιάρηδες μολοσσούς που κρατούν συντροφιά εδώ και χρόνια σε εκείνη και στον σύζυγό της. Θα της πάρει σχεδόν μισή ώρα να τους πείσει ότι, όχι, ο κύριος Καρλάιλ δεν τη δέρνει.

Είκοσι χρόνια αργότερα, η Ελλάδα της κρίσης εξακολουθεί να υστερεί σε αντανακλαστικά όσον αφορά την ενδοοικογενειακή βία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας μεγάλης ευρωπαϊκής έρευνας, ένα 21% των Ελληνίδων που πέφτουν θύματα από τον σύζυγο ή σύντροφό τους εξακολουθούν να μη ζητούν βοήθεια διότι πιστεύουν ότι κανένας φορέας δεν θα κάνει ή δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Αλλες, πάλι, εξακολουθούν να ντρέπονται ή να λένε ότι «θα περάσει». Είκοσι χρόνια αργότερα, εξακολουθούν να διαιωνίζονται από τα μίντια οι ίδιοι μύθοι. Πρωτίστως ότι η συζυγική κακοποίηση εμπεριέχει είτε γκλάμουρ είτε μιζέρια. Αμφότερα, δηλαδή, μακριά από μας. Αφορά είτε τη σεφ-τηλεπερσόνα Ναϊτζέλα Λόσον (τα βρετανικά ταμπλόιντ φιλοξενούσαν για εβδομάδες εκείνες τις φωτογραφίες στο ρεστοράν του Μέιφερ, με τα χέρια του δισεκατομμυριούχου συζύγου της Τσαρλς Σαάτσι γύρω από τον λαιμό της). Είτε μία από αυτές τις «δύστυχες γυναίκες που τις «τρώνε» μπροστά στα αθώα μάτια των ανήλικων τέκνων τους από τον μπεκρούλιακα (τώρα πλέον και άνεργο) σύζυγο, αυτό το αρχετυπικό «ανθρώπινο κτήνος»».
Υπάρχουν, βέβαια, και νέα στοιχεία (άλλα ενθαρρυντικά και άλλα ακόμη πιο αποκαρδιωτικά) στο παγκόσμιο τοπίο της ενδοοικογενειακής βίας. Οπως το ότι εν έτει 1987 μόνον οι μισοί Αμερικανοί θεωρούσαν ότι είναι πάντα κατακριτέο να χτυπάς τη γυναίκα σου (άλλως ειπείν, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και να θεωρούνταν ενδεδειγμένο να πάρεις τη «λουρίδα»), ενώ μια δεκαετία αργότερα ένα συντριπτικό 83% δήλωνε πεπεισμένο ότι είναι πάντα ανεπίτρεπτο να χτυπάς τη γυναίκα σου. Οπως το ότι η οικονομική κρίση δεν είναι απαραιτήτως καλός αγωγός της ενδοικογενειακής βίας (σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και του Πανεπιστημίου του Μονάχου, η αύξηση της ανεργίας στους άνδρες σχετίζεται με μείωση των οικόσιτων κρουσμάτων βίας). Το ότι σήμερα στην Κίνα ή στο Πακιστάν οι γυναίκες μπορούν πλέον να διαδηλώνουν ενάντια σε καταδυναστευτικούς γάμους. Οτι όσον αφορά την Ευρώπη, στις σκανδιναβικές χώρες οι γυναίκες εμφανίζονται πολύ πιο έτοιμες να μιλήσουν ανοιχτά για τέτοια περιστατικά, εν αντιθέσει με τα θύματα στον σταθερά πιο ενοχικό και «μάτσο» Νότο. Ή ότι οι ομάδες στήριξης και «αναμόρφωσης» των ίδιων των «θυτών», στη λογική των ΑΑ (όπως π.χ. η «Men Stopping Violence» στις ΗΠΑ) είναι μέτρο πολύ πιο αποτελεσματικό από τη φυλακή. Αλλά και η πλέον πρόσφατη (και κάπως εξωτική) είδηση ότι σε όλο και περισσότερες Πολιτείες της Αμερικής περνούν νόμους που επιτρέπουν στα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας να αναλαμβάνουν την κηδεμονία του κατοικιδίου τους (καθότι συχνά το pet παίρνει τη θέση του παιδιού σε απειλές του τύπου «αν σηκωθείς να φύγεις, θα το σπάσω στο ξύλο και το βρωμόσκυλο»).
Ομως, τελικά, όσο και να αλλάζει, το τοπίο της οικόσιτης βίας μένει πάντα ίδιο. Τουλάχιστον, όσο αρνούμαστε πεισματικά να ακούσουμε τα ουρλιαχτά από τον επάνω όροφο.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ