Ας μιλήσουμε για τα θεμελιώδη. Πιστεύει κανείς ότι ένας εργαζόμενος πρέπει να δουλεύει τσάμπα; Να μην διεκδικεί τα δεδουλευμένα του; Μάλλον όχι. Δεν θα διαφωνήσουμε λοιπόν με τις κινητοποιήσεις ναυτικών και καπεταναίων που ζητούν τους μισθούς τριών μηνών από έξι ακτοπλοϊκές εταιρείες. Αν δεν πληρωθούν, θα απεργήσουν. Αν απεργήσουν θα δώσουν άσχημη εικόνα για τον τουρισμό και θα βασανίσουν τους νησιώτες. Δεν είναι όμως μόνο αυτοί το πρόβλημα. Ο φαύλος κύκλος της εφοπλιστικής ύφεσης έχει αναρίθμητες παραμέτρους και πολλούς ενδιαφερόμενους.
Για την ακτοπλοΐα γίνονται συζητήσεις σε πολλά επίπεδα, με πολλά θέματα. Ο υπουργός των Θαλασσών Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης μιλάει με τους εφοπλιστές, με τους ναυτεργάτες, με τους νησιώτες, με την τρόικα. Τα βραχυπρόθεσμο λοιπόν είναι τα λεφτά των μισθών και το μακροπρόθεσμο είναι η πορεία του κλάδου. Τα νούμερα είναι εύγλωττα: τη δεκαετία του ’80 στο ελληνικό νηολόγιο υπήρχαν περισσότερα από 3.500 πλοία, ενώ σήμερα φτάνουν με δυσκολία τα 800. Υπήρχαν 80.000 θέσεις εργασίας ενώ σήμερα καταγράφονται 14.000.
Ας δούμε και τα θέματα που τίθενται. Η τρόικα, που ανακατεύεται και στον ιδιωτικό τομέα, έχει όραμα. Το περιγράφει ο Βαρβιτσιώτης: «Ζητά να έχουμε μια ακτοπλοΐα low cost – όπως συμβαίνει στις αεροπορικές συνδέσεις και μια ακριβή ακτοπλοΐα υψηλών υπηρεσιών». Ταυτόχρονα υπάρχουν προδιαγραφές για τη σύνθεση του προσωπικού, πόσοι καμαρότοι, πόσοι μηχανικοί και πάει λέγοντας. Οι συνδικαλιστές εν τω μεταξύ θα ήθελαν να ευνοηθούν οι έλληνες ναυτικοί να βρουν δουλειά (υπολογίζονται 4.000 άνεργοι) και ο νόμος ορίζει ποσοστό για την πρόσληψη αλλοδαπών.
Να επιστρέψουμε όμως στα θεμελιώδη. Οι ναυτεργάτες που παραμένουν απλήρωτοι, πρέπει να πληρωθούν. Αν δεν πληρωθούν, θα απεργήσουν. Κι αυτό είναι θεμελιώδες δικαίωμα. Ο Βαρβιτσιώτης από την πλευρά του επαναφέρει με νομοσχέδιο τη λειτουργία του «πλοίου ασφαλείας», εξασφαλίζει δηλαδή τις μετακινήσεις με ένα βαπόρι που υποχρεωτικά θα κάνει δρομολόγιο όταν τα υπόλοιπα θα παραμένουν δεμένα. Ειπώθηκε λοιπόν ότι στήνει απεργοσπαστικό μηχανισμό.
Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα για τη δρομολόγηση του πλοίου ασφαλείας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στις απεργίες καταστρέφονται οι παραγωγοί ευπαθών προϊόντων. Τα λαχανικά της Κρήτης σαπίζουν στα λιμάνια. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρεμποδίζονται ασθενείς, που έχουν ανάγκη εξειδικευμένης περίθαλψης. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για το κόστος διαμονής που επιβαρύνει τον ατυχή ταξιδιώτη ο οποίος ξεμένει μακριά από την εστία του. Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε αλλά ας σταθούμε στο θεμελιώδες.
Το δικαίωμα της μετακίνησης είναι απαραβίαστο. Είναι παράλογο να απολογείται κάποιος επειδή θέλει να ταξιδέψει, είναι ακραίο να ψάχνει σοβαρό δικαιολογητικό. Γιατί άραγε θα πρέπει ο νησιώτης ή ο παραθεριστής να διαπραγματευτεί ένα από τα βασικά δικαιώματα της δημοκρατίας; Στην ερώτηση «γιατί να πας στο νησί;» η μόνη απάντηση είναι «επειδή έτσι θέλω». Καθώς δεν υπάρχει προοπτική αυτορρύθμισης μεταξύ απεργών και επιβατών, καλά πράττει το υπουργείο και παρεμβαίνει.