Η οικονομία επιδρά στην υγεία με διάφορους τρόπους. Η φτώχεια είναι η πρώτη αιτία θανάτων και αρρώστιας στον κόσμο, ενώ ο πλούτος προστατεύει και προάγει την υγεία, κυρίως όταν κατανέμεται με κοινωνική δικαιοσύνη. Από την άλλη πλευρά, η υγεία επηρεάζει το εισόδημα. Ενα υγιές άτομο ή ένας υγιής πληθυσμός είναι πιο παραγωγικός. Είναι λοιπόν αναμενόμενο η οικονομική κρίση που ξεκίνησε στην Ελλάδα το 2008 να επιδρά αρνητικά στην υγεία των Ελλήνων. Η μείωση του εθνικού πλούτου αλλά και η μείωση του ατομικού και οικογενειακού εισοδήματος, καθώς και η αύξηση της ανεργίας και της οικονομικής ανασφάλειας, επιδείνωσαν τις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, μείωσαν τις δημόσιες παροχές σε υγεία και πρόνοια και δυσχέραναν την πρόσβαση πολλών Ελλήνων στις αναγκαίες ιατρικές υπηρεσίες και στα φάρμακα.
Τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με το ΚΕΕΛΝΟ, έχουν καταγραφεί αυξημένα κρούσματα από τον ιό του Δυτικού Νείλου και μη εισαγόμενα κρούσματα ελονοσίας, καθώς και δραματική αύξηση κρουσμάτων μόλυνσης από τον ιό HIV σε χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών, οι οποίοι αυξήθηκαν το 2011 περισσότερο από 1.000%. Εξαρση και σε άλλα μεταδιδόμενα νοσήματα, όπως φυματίωση κτλ., αναμένεται να καταγραφεί το επόμενο διάστημα λόγω της οικονομικής κρίσης, παρά το γεγονός ότι η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού και κυρίως των παιδιών παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Σε ό,τι αφορά τους θανάτους, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η γενική θνησιμότητα του πληθυσμού συνεχίζει να βελτιώνεται, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης μείωσης των θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα και τροχαία ατυχήματα. Αντίθετα, η βρεφική θνησιμότητα το 2009 ήταν 3,1 (θάνατοι βρεφών ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων) ενώ το 2011 αυξήθηκε σε 3,4. Η μεγαλύτερη αρνητική επίδραση της οικονομικής κρίσης αφορά την ψυχική υγεία. Οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν κατά 17% το 2009 σε σύγκριση με το 2007, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2011 παρουσίαζαν αύξηση κατά 40% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2010. Στο διάστημα 2009-2011, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΠΥΥ, διαπιστώθηκε επίσης αύξηση κατά 36% στον αριθμό των ατόμων που ανέφεραν απόπειρα αυτοκτονίας, ενώ ένα υψηλό ποσοστό των ατόμων με οικονομικά προβλήματα είχαν αυτοκτονικό ιδεασμό. Επίσης, ενώ η συχνότητα του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου το 2008 καταγραφόταν στο 3,3% του πληθυσμού, το 2013 ξεπέρασε το 12,3%. Οι δε Ελληνες που δήλωναν χαρούμενοι πάντα ή τον περισσότερο καιρό ήταν 61% το 2006 ενώ το 2010 43%. Μείωση από 58% στο 46% στο ίδιο διάστημα παρουσιάζει και το ποσοστό όσων ένιωθαν ήρεμα και γαλήνια, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο.
Ως προς την ψυχοκοινωνική υγεία των εφήβων, σύμφωνα με την πανελλήνια έρευνα HBSC, λιγότεροι έφηβοι δήλωσαν ικανοποιημένοι από τη ζωή τους το 2010 σε σύγκριση με τα έτη 2002 και 2006. Το 2010 διαπιστώνεται επίσης σημαντική αύξηση στο ποσοστό των εφήβων που έχουν υπάρξει θύτες εκφοβισμού (15,8%) σε σύγκριση με το 2002 (9,1%). Οι έφηβοι που προέρχονται από φτωχότερες οικογένειες υφίστανται εκφοβισμό σε υψηλότερο ποσοστό.
Σε ό,τι αφορά την υιοθέτηση ανθυγιεινών συμπεριφορών, που συνήθως προκαλείται σε περιόδους οικονομικής κρίσης, στις ετήσιες έρευνες Hellas Health που πραγματοποιούμε πανελλαδικά διαπιστώνεται μείωση της φυσικής άσκησης στον ελληνικό πληθυσμό και αύξηση της κατανάλωσης τροφών χαμηλής διατροφικής αξίας, ενώ από την άλλη η οικονομική κρίση ενισχύει την τάση μείωσης του καπνίσματος στην Ελλάδα, που είναι εμφανής και συνεχής μετά το 2006.Λόγω επίσης της οικονομικής κρίσης σε έρευνα της ΕΣΔΥ διαπιστώθηκε ότι το 59% των Ελλήνων αναγκάστηκε να μειώσει τη χρήση υπηρεσιών υγείας μεταξύ 2011 και 2012, ενώ 4 στους 10 Ελληνες δήλωσαν ότι έχει καταστεί δυσχερέστερη η πρόσβαση σε φάρμακα και εξετάσεις. Ειδικότερα για τα φάρμακα περίπου οι μισοί Ελληνες δηλώνουν ότι η συμμετοχή που καλούνται να καταβάλουν είναι υψηλή για τις δυνατότητές τους.
Ταυτόχρονα παρατηρείται αύξηση των εισαγωγών και των επισκέψεων σε εξωτερικά ιατρεία στα δημόσια νοσοκομεία. Το 2010 οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 24% σε σύγκριση με το 2009. Αντίθετα, οι εισαγωγές σε ιδιωτικά νοσοκομεία μειώθηκαν κατά 25%-30% στο ίδιο διάστημα. Το δε ποσοστό των Ελλήνων που απευθύνθηκαν σε κοινωνικά ιατρεία αυξήθηκε από 4% πριν από την οικονομική κρίση σε περίπου 30%.
Ολες αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης είναι πολύ πιο έντονες στα πολύ φτωχά στρώματα, στους ανέργους, στους χαμηλοσυνταξιούχους, στους ανασφάλιστους και σε άλλες ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, για τις οποίες απαιτούνται στοχευμένες κάθετες πολιτικές και συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία της υγείας τους.
Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής και διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ