Η δημοσιοποίηση του Ν/Σ για την φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, παρέχει το δικαίωμα –υποθέτω- της κατάθεσης απόψεων για το δίκαιο, το ανεκτό και εν τέλει το ουσιαστικό ηθικό κατά βάση ζήτημα.

Ιδιαίτερα στην τρέχουσα δυσμενέστατη για τους πολλούς συγκυρία, τα όσα εκτίθενται στo κείμενο το Ν/Σ, απέχουν σε αρκετές περιπτώσεις από το πραγματοποιήσιμο του αναμενομένου αποτελέσματος.

Καταρχήν, η διατήρηση των αντικειμενικών αξιών του παρελθόντος χρόνου των «παχέων αγελάδων», συνιστά ένα άνευ προηγουμένου παραλογισμό της Διοίκησης. Αν υπάρχουν έλλογα όντα στο αρμόδιο Υπουργείο, σαφώς και δεν έχουν συμμετάσχει στην σύνταξή του. Σε παλαιότερο σημείωμα είχα διερωτηθεί εάν οι διάφοροι συμβουλοι του Υπ.Οικ. διαθέτουν ιδία στέγη ή αν φιλοξενούνται σε αντίσκηνα ή σκάφη αναψυχής (καλών φίλων, εννοείται…).

Από την στιγμή κατά την οποία συντηρείται η προκλητική -για την πλειοψηφία των φορολογουμένων πολιτών- απαλλαγή του «πόθεν έσχες» για ορισμένο εμβαδόν της α΄κατοικίας, αναλόγως του μεγέθους της οικογένειας, σε συνδυασμό με την συνολική αντικειμενική αξία, η εκλογίκευση της φορολογικής επιβάρυνσης οφείλει να είναι ανάλογη.

Από την άλλη, η κατοχή της 1ης εξοχικής κατοικίας, με όριο το 50% της εκάστοτε απαλλασσόμενης επιφάνειας για την α΄, προφανώς θα πρέπει να μειώνει την όποια επιβάρυνση.

Το στοιχείο της επιβάρυνσης οποιουδήποτε ακινήτου, ανεξάρτητα από το εάν παρέχει –δηλούμενη και άρα φορολογητέα- πρόσοδο, ομοίως οφείλει να λαμβάνεται υπόψη. Η εξίσωση της φορολόγησης π.χ. καλλιεργούμενων, άρα προσοδοφόρων με χέρσα αγροτεμάχια, αποδεικνυόμενα από τις δηλώσεις καλλιέργειας και την υποβολή αιτήματος επιστροφής Φ.Π.Α, μάλλον αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία.

Η εξομοίωση της φορολόγησης των εγκαταλελειμμένων και ουσιαστικά μη κατοικήσιμων κληρονομικών ή λόγω δωρεάς οικιών, μάλλον θα απασχολήσει πολύ χρόνο στα ακροατήρια φορολογικών διαφορών και διοικητικών πράξεων στο άμεσο μέλλον.

Η «επίθεση» των γραφειοκρατών του φορολογικού μηχανισμού σε ό,τι κινείται ή όχι, χωρίς στοιχειώδεις κανόνες ηθικής και κοινωνικής ανταποδοτικότητας και απόδοσης αποδεικνύει, μεταξύ των άλλων, την ολοκληρωτική αποτυχία του. Ενώ θα μπορούσαν, π.χ. να φορολογήσουν, κατόπιν διαφανούς και οργανωμένου με κανόνες ελέγχου, το αν και κατά πόσο η όποια περιουσία είναι αποτέλεσμα προσωπικού –φορολογημένου ή μη- εισοδήματος, νομίμου η φαιάς προέλευσης και της αιτίας ένεκα της οποίας βρίσκεται στην κατοχή του φορολογουμένου, κτυπούν κυριολεκτικά στο «ψαχνό» όλων όσων τελικά εμφανίζονται στο βεληνεκές τους.

Αντιθέτως, η ευαισθησία τους δεν είναι αντιληπτή στις δεκάδες περιπτώσεις «ξεπλύματος» χρήματος με τις μεθόδους που γνωρίζουν πολύ καλύτερα του υπογράφοντος. Το κακό είναι πως, ό,τι «στραβό» προκύψει, αναφορικά με το ενδεχόμενο της σοβαρής απόκλισης του προϋπολογιζόμενου στόχου εσόδων από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. θα «φορτωθεί», ως συνήθως στον αρμόδιο Υπουργό.