Η υπόθεση των δολοφονιών των μελών της Χρυσής Αυγής αναζωπυρώνει τους φόβους για συστηματική επανεμφάνιση της τρομοκρατίας στη χώρα μας. Η σοβαρότητα της υπόθεσης επαναφέρει προς συζήτηση το ζήτημα των αιτίων και των συνθηκών εμπλοκής με την οργανωμένη πολιτική βία σήμερα.
Αν και η συζήτηση για τα αίτια της τρομοκρατίας πάγια εστιάζει στο modus operandi, τα κοινωνικά αίτια που συμβάλλουν στη διαμόρφωση αρχικά θετικών στάσεων απέναντι στην ένοπλη βία και οι συνθήκες που οδηγούν στην επιλογή της πολιτικής παρανομίας ως τρόπου ζωής είναι πιο σημαντικά από τις τεχνικές λεπτομέρειες.
Κατ’ αρχήν η ένοπλη οργανωμένη πολιτική βία στην Ευρώπη και στην Ελλάδα παράγεται κατά κανόνα (όταν παράγεται από τη βάση της κοινωνίας) σε συνθήκες που προσλαμβάνονται ως πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα. Οι σχέσεις εξουσίας αποτελούν και κομβικό σημείο για την εμπλοκή με την οργανωμένη πολιτική βία. Πράγματι η τρομοκρατία στην Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση ως σήμερα είχε πάντα αιτιακές αναφορές στις δυσλειτουργίες και στις εγκληματικές τροπές του καπιταλισμού και του πολιτικού συστήματος. Αυτό όμως που διαφοροποιεί έντονα τις οργανώσεις και ομάδες που προέκυψαν μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου είναι οι αναφορές στην κρατική καταστολή και στην επίδραση που είχαν τα πολιτικά αδιέξοδα της σημερινής κοινωνίας για τη διάψευση προσδοκιών: εγκαλούν την καπιταλιστική κοινωνία και το πολιτικό της σύστημα όχι μόνον ως αντίπαλα μορφώματα αλλά ως ψεύτικα. Αυτές οι προσεγγίσεις αποκτούν ένα νόημα μόνον εάν ενταχθεί η βία στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που σήμερα προσδιορίζεται από τη διαδικασία οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων και των σχέσεων κράτους – πολίτη με όρους ελεύθερης αγοράς. Συγκεκριμένα, οι συνέπειες που είχε για τις κοινωνικές σχέσεις η οικονομική αναδιάρθρωση (που τώρα ζούμε την ακραία της μορφή) είναι όμοιες με εκείνες που έζησαν άλλα κράτη, όπως οι ΗΠΑ, όχι όμως συνολικά. Ετσι η εμπλοκή με το κοινό έγκλημα, όπως π.χ. ναρκωτικά, διαπροσωπική βία κτλ., φαίνεται να είναι περιορισμένη εδώ σε σύγκριση με το τι είχε συμβεί στις ΗΠΑ και στη Μ. Βρετανία. Στην Ελλάδα, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Νότιας κυρίως Ευρώπης, όπου η πολιτική αποτελούσε ιστορική κοινωνική πρακτική, η «αναδιάρθρωση» της οικονομίας και της κοινωνίας είχε ως παράπλευρο αποτέλεσμα την πολιτική τρομοκρατία, καθώς δεν ήταν ασυνήθης η εχθρότητα ανάμεσα στο κράτος και στους πολίτες, γεγονός που ενθάρρυνε την ανάπτυξη φυγόκεντρων τάσεων από τη νομιμότητα σε διάφορα επίπεδα.
Οι υλικές προϋποθέσεις όμως για ατομική ή ομαδική εμπλοκή με την τρομοκρατία είναι σύνθετες. Η διαδρομή μιας ομάδας από τον πολιτικό ακτιβισμό προς ένοπλες φονικές επιθέσεις είναι μεγάλη και είναι ακόμα μεγαλύτερη όταν το έγκλημα απαιτεί φυσική επαφή του δράστη με το θύμα. Αυτό που αποκαλύπτεται μέσω των πράξεων κάποιου όταν πια είναι έτοιμος τρομοκράτης είναι το αποτέλεσμα μιας διαδρομής που έχει συνήθως διανύσει και τον έχει «ωριμάσει» επιχειρησιακά και ιδεολογικά. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις είναι ορθολογικά εγκλήματα, που η επιτυχία τους σταθμίζεται εκ των προτέρων με μεγάλη προσοχή, και γι’ αυτό συχνά αναφερόμαστε σε «επαγγελματίες» ή ψυχρούς δολοφόνους κτλ. Ο ορθολογισμός της επιχειρησιακής αρτιότητας όμως δεν πρέπει να συγχέεται, όπως συχνά συμβαίνει, με τη φάση της αρχικής επιλογής κάποιου να μπει στην ένοπλη πάλη ή τρομοκρατία.
Της επιλογής αυτής προηγείται η διαμόρφωση, σε νέους κυρίως ανθρώπους, αρχικά θετικών στάσεων απέναντι στην ένοπλη βία. Η βία για αυτούς συνήθως έρχεται όπως όλα τα άλλα πράγματα στη ζωή, μέσα από την αρχική εξοικείωση με το ζήτημα, ζώντας σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον και μαθαίνοντας την ερμηνεία των πραγμάτων με έναν συγκεκριμένο τρόπο: έτσι αποκτάται μια ιδεολογική βάση η οποία νομιμοποιεί την άσκηση βίας των άλλων και όχι του ίδιου του υποκειμένου. Πολύ δύσκολα από αυτήν τη θέση κάποιος «περνάει στην πράξη», καθώς εδώ οι συνθήκες είναι ιδιαίτερες. Αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, η ρίψη μιας μολότοφ είναι ένα μεγάλο, ψυχολογικό κυρίως, άλμα για τον πρωτόπειρο, που κατά κανόνα δεν οδηγεί σε περαιτέρω σοβαρή εμπλοκή με τη βία. Η απόσταση ανάμεσα στη μολότοφ και στη ληστεία είναι τεράστια και, περαιτέρω, η απόσταση ανάμεσα στη ληστεία και στην ανθρωποκτονία είναι ακόμα μεγαλύτερη: Πρόκειται για διαδικασίες που απαιτούν περαιτέρω ιδεολογικές διεργασίες που αναπροσδιορίζουν το νόημα αυτής της μορφής βίας ως κανόνα ζωής, απαιτούνται αποστασιοποιήσεις από το οικείο κοινωνικό περιβάλλον και συναναστροφές που οδηγούν σε εσωστρέφεια και απομόνωση.
Παρά τα όσα διαδίδονται και παρά τις μεταβολές που έχουν επέλθει, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη δεξιά και στην αριστερή τρομοκρατία και ανάμεσα σε διάφορες μορφές και παραλλαγές αριστερής και αναρχικής τρομοκρατίας. Αυτό όμως που έχει χαθεί ως στοιχείο διάκρισης είναι η επιλογή και τα κριτήρια επιλογής του στόχου: οι τρομοκρατικές οργανώσεις στοχεύουν πια κυρίως χαμηλά και λειτουργούν ως καθρέπτης του νόμιμου κράτους, δηλαδή με την αρχή της συλλογικής ευθύνης, ενώ από την άλλη πλευρά έχει διευρυνθεί η οριοθέτηση του τυφλού και του μαζικού εγκλήματος στις αναλύσεις των Αρχών. Επίσης, αν και η σχέση με τους ποινικούς είναι μάλλον αναπόφευκτη, κυρίως εάν πρόκειται για δράση διαρκείας, το κύριο ζήτημα δεν είναι η σχέση με τους ποινικούς, αλλά με ποιον χώρο του κοινού εγκλήματος και με ποιους όρους: εάν πρόκειται δηλαδή για μια καθαρά «επαγγελματική» σχέση π.χ. παροχής τεχνογνωσίας ή για σύμπραξη.
Κυρίως όμως, αυτό που παραμένει αναλλοίωτο στον χρόνο είναι η οπτική με την οποία το κράτος αντιμετωπίζει την τρομοκρατία: ως ένα κυρίως αστυνομικό πρόβλημα, που ακόμα και αν δεν εξαφανιστεί δεν πρέπει να μιλάμε γι’ αυτό.
Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ