Κατά τη διάρκεια των διακοπών βρέθηκα να συντρώγω χτένια και πετροσωλήνες με μια παρέα γνωστών με τους οποίους τυχαίνει να παραθερίζουμε κάθε χρόνο στο ίδιο μέρος. Μια εύχαρις σαραντάχρονη ακριβώς απέναντί μου ρώτησε μεγαλοφώνως και εν είδει πειράγματος τη (σαφώς πιο χαμηλών τόνων) διπλανή της (με την οποία, όπως έμαθα, είχαν συνευρεθεί κοινωνικώς ελάχιστες φορές) την ηλικία τη δική της και του συμβίου της. Το ερώτημα δεν ήταν ακριβώς αγενές, αλλά, θα έλεγε κανείς, υπέρ το δέον οικείο. «Γιατί να σου πω;» απάντησε η άλλη μειδιώντας. «Ετσι, θέλω να ξέρω. Πεθαίνω να μάθω αν ο άντρας σου είναι μικρότερος ή μεγαλύτερος σου!». «Υπό άλλες συνθήκες θα σου έλεγα. Δεν θα σου πω, όμως, γιατί είσαι απλώς περίεργη και αυτό για μένα δεν είναι επαρκής λόγος» της απάντησε η άλλη, πάντα γελώντας.
Το έχω νιώσει πολλές φορές. Η ιδιωτικότητα σήμερα είναι σαν να πηγαίνεις για κάμπινγκ στο δάσος. Αν κλείνεις κάθε φορά καλά το φερμουάρ της σήτας στη σκηνή σου, μπορείς να είσαι λίγο ως πολύ βέβαιος ότι δεν θα καταφέρει να εισβάλει κανένα ζωύφιο, τρωκτικό ή ερπετό. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί ανά πάσα στιγμή να περάσει από εκεί μια πεινασμένη αρκούδα γκρίζλι (κατά προτίμηση με τα μικρά της). Τότε, όχι μόνο δεν θα μπορέσεις να συνεχίσεις να κοιμάσαι τον μακάριο, βουκολικό ύπνο σου, αλλά το πιο πιθανό είναι ότι το φερμουάρ της σήτας, η σκηνή και εσύ ο ίδιος, o υπεροργανωμένος κατασκηνωτής, θα γευθείτε τους κυνόδοντες και τους γομφίους της.
Διαβάζοντας πριν από λίγες ημέρες στους «New York Τimes» για το διαβόητο «BOSS» (Βιομετρικό Σύστημα Οπτικής Παρακολούθησης), το πρόγραμμα που αναπτύσσει με φρενήρεις ρυθμούς η υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ και το οποίο θα καθιστά δυνατή τη σάρωση πλήθους και την αυτόματη αναγνώριση προσώπων, επιβεβαίωσα ότι όσο και να νομίζεις ότι αντιστέκεσαι, το παιχνίδι είναι χαμένο. Αργά ή γρήγορα, η αρκούδα θα σε ποδοπατήσει. Το γνωρίζουν ακόμη και αυτοί που διεκδικούν ήδη ένα νομικό πλαίσιο που θα βάλει όρια στο «BOSS».
Η ιδιωτικότητα (το περιώνυμο «privacy» των Αγγλοσαξόνων, σημειωτέον λίγο εξωτική, μέχρι πρότινος, έννοια για τα ελληνικά δεδομένα, καθ’ ότι μόλις τελευταία άρχισε να προστίθεται ως λήμμα στα εγχώρια λεξικά) μοιάζει πλέον και επισήμως να καταργείται. Το παραδέχομαι και εγώ ακόμη που κάθε φορά που αρνιόμουν να δώσω το τηλέφωνο του σπιτιού μου στην ταμία του σουπερμάρκετ, κάθε φορά που λοξοκοιτούσα τον τραπεζικό υπάλληλο όταν επέμενε για την πιο απλή συναλλαγή να του δώσω το εκκαθαριστικό της Εφορίας ή απέκρυπτα τις οικογενειακές φωτογραφίες μου από το Facebook, έχριζα εαυτόν σκληροπυρηνική ακτιβίστρια του ιδιωτικού βίου! Ο Μεγάλος Αδελφός δεν κάνει πλέον ούτε για στραγάλια. Χιλιάδες ψηφιακές αρκούδες έχουν αρχίσει να μπαινοβγαίνουν νυχθημερόν στην καθημερινότητά μας, εντοπίζοντας και την τελευταία ρανίδα προσωπικού χώρου.
Σε άρθρο που φιλοξένησε στο προηγούμενο τεύχος του το αμερικανικό «Time», η ιδιωτικότητα του δυτικού πολίτη σκιαγραφείται ως η απόλυτη ψευδαίσθηση. Βασικός ένοχος, επισημαίνεται, παραμένει η τεχνολογία, ηθικοί αυτουργοί όμως παραμένουμε τελικά εμείς: «Θέλουμε τα γκάτζετ μας να γνωρίζουν τις πιο μύχιες ανάγκες μας –οι θερμοστάτες μας να γνωρίζουν πότε κρυώνουμε, οι φρυγανιέρες μας πόσο ακριβώς ψημένο θέλουμε το ψωμί μας, οι μηχανές αναζήτησής μας τι ακριβώς ψάχνουμε, ακόμη και αν το έχουμε πληκτρολογήσει ανορθόγραφα. Μέχρι στιγμής, εμφανιζόμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε για αυτήν την οικειότητα εκχωρώντας την ιδιωτικότητά μας».
Εκείνο το βράδυ τα «πες μου» και τα «όχι» συνεχίστηκαν. Οι υπόλοιποι είχαμε αρχίσει να παρακολουθούμε τη στιχομυθία που από παντελώς αδιάφορη είχε γίνει απρόσμενα ενδιαφέρουσα, μπορεί και να εξελισσόταν σε γυναικείο αγώνα κατς. Η εύχαρις σαραντάχρονη, αναψοκοκκινισμένη λίγο, επέμενε να μάθει, η άλλη ανθίστατο χαμογελαστά: «Σου είπα όχι, δεν θα σου πω… Μου φτάνουν το ΣΔΟΕ και η Google Search…». Αμφότερες έμοιαζαν να αγνοούν ότι μια γιγάντια καφέ αρκούδα γκρίζλι ήταν συνδαιτυμόνας στο τραπέζι.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ