Ανεξάρτητα από τις αποφάσεις του Ιταλού προέδρου Ναπολιτάνο και την τελική έκβαση του πολιτικού ζητήματος στην Ιταλία, πολύ κακώς ερμηνεύθηκε ως «ιταλικό αδιέξοδο» η αποτυχία του κεντροαριστερού ηγέτη της Ιταλίας Μπερσάνι να σχηματίσει κυβέρνηση και να καταθέσει προχθές την εντολή έπειτα από περίπου ένα μήνα από τις εκλογές στη χώρα. Γιατί πίσω από αυτή την «αδυναμία» ουδείς ασχολείται ούτε με τα εξόφθαλμα αίτια που την προκάλεσαν, ούτε και με τη μεγάλη πολιτική σημασία της και για την Ιταλία και για την Ευρώπη.

Εδώ και πολύ καιρό η Ιταλία κυβερνάται από τον «τεχνοκράτη» Μόντι που βασική δουλειά του ήταν να προσαρμόσει τη χώρα στις ισοπεδωτικές επεκτατικές απαιτήσεις του Βερολίνου. Απαιτήσεις που ψευδεπίγραφα ονομάζονται «ευρωπαικές» αλλά που στην ουσία είναι απολύτως γερμανικές και έχουν να κάνουν με τις επιπτώσεις μιας πολιτικής σκληρού ευρώ και, κυρίως, με την απουσία κάθε εργαλείου νομισματικής πολιτικής – κάτι που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη μεγάλη οικονομική συσσωμάτωση στον κόσμο: η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ τυπώνουν χρήμα χωρίς να διέρχονται καν από τέτοιου είδους κρίση. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής, όπως πια και τα κίνητρά της, γίνονται μέρα με τη μέρα, πλέον ορατά σε όλους.

Η Ιταλία ψήφισε πριν από λίγες εβδομάδες και μάλιστα πριν από την πρωτοφανή διαχείριση που επιφύλαξε το Βερολίνο στην Κύπρο και, δι αυτής, τη νέα αβεβαιότητα που έσπειρε παντού. Ακόμα και πριν από αυτά, η ψήφος των Ιταλών ήταν ξεκάθαρη: ο ιταλικός λαός δεν θέλει αυτό το μοντέλο, το οποίο έχει επιβληθεί δια πυρός και σιδήρου στην Ευρώπη. Και πολύ καλά κάνει. Η αντίδραση των Γερμανών ήταν να αποκαλέσουν «κλόουν» αυτούς που οι Ιταλοί ψήφισαν.

Ο Μπερσάνι όμως, τον οποίο, αντιθέτως, «λατρεύουν» το Βερολίνο και οι «αγορές», αν και αριστερός, προσπάθησε σε όλο αυτό το διάστημα να αλλοιώσει ουσιαστικά την εκπεφρασμένη αυτή θέληση και να γίνει ένας δεύτερος Μόντι. Προσπάθησε να σχηματίσει μία κυβέρνηση που σκοπός της θα ήταν ο ακριβώς αντίθετος από εκείνον που επέβαλε ψηφίζοντας το ιταλικό εκλογικό σώμα. Η αγωνία του Μπερσάνι ήταν το πώς θα προσαρμοστεί η νέα κυβέρνηση στις επιταγές του Βερολίνου. Κι αυτό, ακόμα και την ώρα που, μετά την Κύπρο, η αμφισβήτηση για τη γερμανική Ευρώπη και τις μεθόδους της έχει πλέον γενικευθεί – ακόμα και ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ έκανε προχθές σκληρές δηλώσεις για το επιβληθέν μοντέλο, το οποίο, στην πράξη, δυστυχώς, υπό τη συνεχή απειλή Βερολίνου και «αγορών», στηρίζει.

Τώρα, είμαστε και πάλι σε αναμονή στην Ιταλία, η πολιτική κατάσταση της οποίας κακώς δαιμονοποιείται και παρουσιάζεται ως καταστροφική – άλλωστε, ο σχηματισμός κυβέρνησης είναι ένα στάδιο: γιατί υπάρχει και το ερώτημα ποια θα μπορούσε να είναι η σταθερότητά της και πόσο εύκολη η προσαρμογή της με τις γερμανικές απαιτήσεις; Γιατί τι σημαίνει αυτό το περίφημο «ιταλικό αδιέξοδο»; Σημαίνει απλώς ότι, όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, επί της ουσίας η Ιταλία αμφισβητεί το γερμανικό μοντέλο που επί τρία χρόνια σαρώνει την πιο αδύναμη Ευρώπη. Ναι, αν είχε θελήσει να προσαρμοστεί σε αυτό, τότε πράγματι θα μιλούσαμε για αδιέξοδο. Όμως η Ιταλία δεν θέλησε: οι ψηφοφόροι το απέρριψαν. Θέλησε ξεκάθαρα να πάρει έναν άλλο δρόμο – και άλλος δρόμος υπάρχει, όπως όλοι γνωρίζουν αλλά σπανίως αναφέρουν: είναι ο συνδυασμός των μέτρων λιτότητας με το τύπωμα χρήματος. Αυτό όμως που κάνει η Ιταλία δεν το λένε αδιέξοδο. Το λένε δημοκρατία, όποια κι αν είναι η έκβαση που προβλέπουν οι συνταγματικές της διαδικασίες.

Τα τρία τελευταία χρόνια η δημοκρατία έχει υποστεί τρομερά πλήγματα στην Ευρώπη από τη γερμανική πολιτική και τη «γραμματεία» της των Βρυξελλών. Είναι τόσο μεγάλη η στρεύλωση που έχει επέλθει, που οτιδήποτε σε επίπεδο εκλογικών αποτελεσμάτων στην Ευρώπη δεν αρέσει στους Γερμανού ενοχοποιείται.

Η Ιταλία υπήρξε η πρώτη χώρα που αμφισβήτησε εμπράκτως αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα. Το γεγονός ότι το πράττει δεν συνιστά αδιέξοδο αλλά αντιθέτως αποτελεί τη μόνη δυνατή διέξοδο από αυτή την καταστροφή που φέρανε οι Γερμανοί, όποια κι αν είναι η τελική έκβαση αυτής της φάσης κοινοβουλευτικής διεργασίας.

Αδιέξοδο όμως πλέον και μάλιστα πολύ μεγάλο έχουν στο Βερολίνο, βλέποντας μία από τις μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ και μία από τις μεγαλύτερες εξαγωγικές οικονομίες του κόσμου να μην τους υπακούει, ακριβώς επειδή δεν κατάφεραν να την τρομοκρατήσουν.

Η Ιταλία έκανε λοιπόν απλώς αυτό που έπρεπε όλοι να είχαμε κάνει. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Οι Γερμανοί δεν το ανέχονται. Το πρόβλημα, εδώ που οδήγησαν τα πράγματα, είναι πια κυρίως δικό τους.