Μετά την αμφισβήτηση του ζεύγους (ποίηση και πραγματικότητα), προτείνεται σήμερα η σύζευξη ποίησης και μύθου, που μοιάζει να βρίσκεται στους αντίποδες. Ενοχος της απρόβλεπτης αυτής πρότασης εμφανίζεται ο Αριστοτέλης, ο οποίος, παρακάμπτοντας τις αντιποιητικές συμπληγάδες του Πλάτωνα, επιχείρησε και κατόρθωσε, με την Περί ποιήσεως διατριβή του, να συντάξει, για πρώτη φορά στα ελληνικά (και στα ευρωπαϊκά) γράμματα, μια συστηματική ποιητική θεωρία. Ιδρύοντας ό,τι αργότερα ονομάστηκε νέτα σκέτα Ποιητική, που, από τα μέσα του περασμένου αιώνα και μετά, εξελίχθηκε σε κυρίαρχη ερμηνευτική μέθοδο, όχι πάντα προς όφελος της ίδιας της έμπρακτης ποίησης.
Λιγότερο φανατικός και περισσότερο συστηματικός (μέχρι υπερβολής ενίοτε) ο Αριστοτέλης από τον Πλάτωνα, πραγματεύεται τη σχέση ποίησης και πραγματικότητας (ακριβέστερα: ποίησης και πράξης), έχοντας κυρίως στον νου του την αττική τραγωδία. Στην οποία αφιερώνει τον διάσημο εφεξής ορισμό της, αρχίζοντας με τη φράση: έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας. Ενδιαφέρουν καταρχήν τα δύο ουσιαστικά της κρίσιμης πρότασης: σε ονομαστική το πρώτο (μίμησις), σε γενική αντικειμενική το δεύτερο (πράξεως), αποτελούν κατηγορούμενο της υποκείμενης τραγωδίας, η οποία προφανώς θεωρείται κορυφαίο υπόδειγμα ποίησης.
Η λέξη μίμησις, μάλλον παρεξηγημένη στη σύγχρονη ποιητολογία, διεκδικεί στον Αριστοτέλη θεμελιακό ρόλο για τη ζωή και την τέχνη. Συνιστά γενετική αρχή γνώσης και έκφρασης, απαραίτητη για τον βίο και τη συμβίωση, μειωμένη στα ζώα, αυξημένη στον άνθρωπο. Εδώ ωστόσο η μίμησις προσβλέπει σε μια φερέγγυα και ολοκληρωμένη πράξη, που αναφέρεται κυρίως στα ήθη, στα πάθη και στα παθήματα των ανθρώπων. Προπάντων όταν και όπου ανατρέπεται η ακμάζουσα ευδαιμονία τους σε απρόβλεπτη δυστυχία, οπότε η μίμησις μεταστοιχειώνει την πράξη αυτή σε τραγική ποίηση.
Καταλύτης της προκείμενης μεταστοιχείωσης θεωρείται από τον Αριστοτέλη ο μύθος, για τον οποίο συχνά πυκνά γίνεται λόγος σε όλο το μήκος της Ποιητικής. Ο εντεταλμένος χώρος δεν επιτρέπει καθυστέρηση στον πολύτροπο ορισμό και προορισμό του μύθου από την ελληνική αρχαιότητα έως τις μέρες μας. Στη συγκεκριμένη πάντως περίπτωση ο μύθος ανιχνεύεται στο εσωτερικό κάθε τραγωδίας, επικυρώνοντας τη σύστασιν των πραγμάτων (έκφραση του Αριστοτέλη), τα οποία ορίζουν τη σπουδαίαν και τελείαν πράξιν, ώστε να εξασφαλίζονται η συνοχή και η πλοκή της.
Ο Αριστοτέλης δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται εδώ για την παραδοσιακή γενεαλογία και τα καθιερωμένα είδη του μύθου. Η καθοριστική όμως εμπλοκή του μύθου στο εσωτερικό της τραγωδίας προσφέρει το κλειδί που ξεκλειδώνει όλη σχεδόν την αρχαϊκή, κλασική και αλεξανδρινή ποίηση, η οποία αποκαλύπτεται κατά βάση μυθολογική, αρχής γενομένης από τα ομηρικά έπη. Σε αυτά εξάλλου επιμένει και ο Αριστοτέλης, επαινώντας τον υποδειγματικό τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τον εσωτερικό τους μύθο γύρω από έναν κεντρικό άξονα χρόνου και χώρου.
Θυμίζω, με οριακή συντομία, τη συσπείρωση του παραδοσιακού τρωικού μύθου στην ομηρική Ιλιάδα. Οπου συναιρούνται τα πυρηνικά του στοιχεία, επικεντρωμένα στη μήνιν του Αχιλλέα και στα τραγικά της παρεπόμενα, ούτως ώστε να μετατρέπεται ο τρωικός πόλεμος σε ιλιαδικό, με παρεπόμενη τη δική του φονική εμπάθεια. Η οποία όμως, όπως έχω υποδείξει αλλού, στην προκειμένη περίπτωση εξελίσσεται καθ’ οδόν σε περιπάθεια και συμπάθεια, μέσα από ένα αμοιβαίο πένθος: για τον Πάτροκλο στην περίπτωση των Αχαιών, για τον Εκτορα στην περίπτωση των Τρώων. Καταλήγοντας σε ενδεκαήμερη αναστολή των εχθροπραξιών, προκειμένου να συντελεστούν η επιστροφή και η ταφή του Εκτορα. Σε αυτό το μετέωρο σημείο τερματίζεται η Ιλιάδα (και ο ιλιαδικός πόλεμος) χωρίς νικητές και νικημένους –φαινόμενο μοναδικό για ηρωικό έπος.
Ανάλογη συσπείρωση του μυθολογικού της φορτίου κατορθώνει και η Οδύσσεια, συναιρώντας τώρα το μεγάθεμα του νόστου. Εν γνώσει του ακροατή ότι η παράδοση προέβλεπε τρεις βασικές τροπές του: τον άμεσο και ακίνδυνο νόστο (περίπτωση Νέστορα), τον φονικό μέσα στη συζυγική εστία (περίπτωση Αγαμέμνονα) και τον περιπετειώδη και αργοπορημένο (περίπτωση Μενελάου), ο ποιητής της Οδύσσειας ρυθμίζει έτσι τον νόστο του Οδυσσέα, ώστε να συναιρεί και τις τρεις αυτές εκδοχές, και τελικώς να τις υπερβαίνει, με τίμημα τον όλεθρο των εταίρων του και την εξόντωση των μνηστήρων.
Ενδιαμέσως, περιπλανώμενος ο Οδυσσέας σχεδόν δέκα χρόνια στα ξένα και παραμορφωμένος για λόγους αυτοπροστασίας από την Αθηνά, όταν φτάνει στην Ιθάκη, εκμαιεύει καθ’ οδόν τη διαδοχική του αναζήτηση και τον παρεπόμενο αναγνωρισμό του, θέματα που παραπέμπουν στη διαλεκτική της Οδύσσειας.
Το σίριαλ παρατείνεται προς στα πεπραγμένα της νεοελληνικής μας ποίησης, όταν και όπου και αυτή με τον τρόπο της μυθολογεί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ