Ας υποθέσουμε ότι έχει στηθεί –βραχύβια, έστω –«Λέσχη Ανάγνωσης», στο κυλικείο του Β’ ορόφου της Βουλής των Ελλήνων, με ισότιμο τρόπο: ανά τέσσερις (δύο άντρες και δύο γυναίκες) εκπρόσωποι των εφτά φετινών κομματικών σχηματισμών της εγχώριας Βουλής, δύο ακόμη τετράδες των κομμάτων που εκπροσωπούνται μόνο στο Ευρωκοινοβούλιο, μία της «εξωκοινοβουλευτικής» Αριστεράς για να μην κηρύξει «αντάρτικο» και μία από την αντίπερα όχθη για να δούμε πως εξακολουθεί να «δρα». Ως προς τον χειρισμό της λειτουργίας της Λέσχης: με κλήρο, ανά απόγευμα, και όποιος/όποια εξαντλεί το έργο του δεν μπαίνει ξανά στην κλήρωση. Η παράκληση είναι να δεχθούν, ταχυδρομικά, το εξής «αυτοσυμπληρούμενο ερωτηματολόγιο» και να το επιστρέψουν με την απάντησή τους το αργότερο σε δύο ημέρες:
1. Ποιοι και γιατί δεν αντέχουν ποιους στην ίδια «Λέσχη»;
2. Σε ποια χώρα ζουν;
3. Σε τι, χρόνια τώρα, αυτή «υστερεί», χωρίς να αποτελεί «εξαίρεση»;
4. Εντοπίζονται, πράγματι, «ιδιομορφίες» με εκθέτη «πλεονεκτήματος» και αντίστοιχα «μειονεκτήματος»;
5. Ποια ακριβώς είναι η θέση της στον διεθνή καταμερισμό παραγωγής οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών «αγαθών»;
6. Ποια ήταν σε προηγούμενες περιόδους της πρόσφατης ιστορίας της και ποια είναι σήμερα η επιμέρους ταξική της διάρθρωση;
7. Αν ο τωρινός καπιταλισμός αποτιμάται ως «νεοφιλελεύθερος», αυτό δεν την αφορά;
8. Το κράτος από πότε δεν μπορεί να «εξισορροπεί» τις αξιώσεις του κεφαλαίου, εγχώριου και διεθνούς, με τα αιτήματα των κοινωνικών τάξεων που δεινοπαθούν;
9. Στη χώρα μας δεν είχε καμία επίπτωση η τελευταία διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση;
10. ‘Η, πώς αυτή την «υποδέχθηκε»;
11. Το δημόσιο χρέος την καθιστά «αποικία χρέους»;
12. Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωζώνης υπήρξε η μόνη που δεν τήρησε τους καταστατικούς όρους «σύγκλισης των εθνικών οικονομιών», με ανώτατο όριο για το ετήσιο χρέος το 3% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ);
13. Αν συνέβη αυτό, πότε έγινε αντιληπτό από την «πνευματική τεχνολογία» των Βρυξελλών;
14. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε ποιες περιόδους της «Μεταπολίτευσης» αυξανόταν και για ποιους λόγους;
15. Αντίστοιχα, υπήρξε εκείνη η δεκαετία που αυτό μειώθηκε, έστω και λίγο;
16. Η ανάγκη επαύξησης του δανεισμού πότε και γιατί σήμαινε ότι το οικείο επιτόκιο καθίσταται ακριβότερο;
17. Πότε, πώς και γιατί ο δανεισμός δεν περιορίστηκε στην εξόφληση των τόκων, αλλά επεκτάθηκε και στην ικανοποίηση ολοένα αυξανόμενων αναγκών χρηματοδότησης;
18. Από πότε αξιοποιείται, «μέσα» και «έξω» από τη χώρα, η ετυμηγορία: «Καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε»;
19. Τι νοείται ως «διαβρωτικός καταναλωτισμός» που φαίνεται να επιφέρει το «αναποδογύρισμα του κληρονομημένου αξιακού μας συστήματος»;
20. Κινέζοι και Ρώσοι γιατί δεν προσέτρεξαν ως «δανειστές» μας με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια;
Θα χρειαστεί μάλλον να επανέλθω.
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ