Η νεωτερικότητα επιδόθηκε (με τη φιλοσοφία, το θέατρο, τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική της) σε ένα ειρωνικό παιχνίδι αυτοερμηνείας του εαυτού, όπου ο κλόουν αναλάμβανε συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο. Από τα μέσα του 19ου αιώνα (ίσως και λίγο νωρίτερα), πρώτα οι ποιητές και μετά οι ζωγράφοι θα διαμορφώσουν ένα νέο κλίμα ευαισθησίας για όλες εκείνες τις ανθρώπινες φιγούρες που έμεναν προηγουμένως στο παρασκήνιο: μπουφόνοι, jokers, ζογκλέρ, σαλτιμπάγκοι. Ο κλόουν, που συγγενεύει με όλους αυτούς και τους εκπροσωπεί, θα περάσει από το τσίρκο και τα θεάματα δρόμου στο πεδίο της λογοτεχνίας (ενίοτε δε της υψηλής λογοτεχνίας), της ζωγραφικής και του κινηματογράφου.
Ο 20ός αιώνας θα προσλάβει και θα εξελίξει αυτήν την παράδοση σε πολλές κατευθύνσεις. Για τον Baudelaire και για τους μοντερνιστές ο κλόουν είναι περίπου ένας ποιητής εν δράσει που κρύβει κάτω από την εύθραυστη μάσκα του μιαν απελπισμένη ψυχή. Ο Henry Miller θεωρούσε τον εαυτό του κλόουν και ο James Joyce δεν δίστασε να αυτοχαρακτηριστεί ως «ιρλανδός κλόουν». Ο Beckett δημιούργησε μεγαλειώδεις δραματικές καταστάσεις με τους τραγικούς κλόουν του. Ολα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά και έχουν οδηγήσει σε μια σχεδόν συμβολική διάσταση αυτό το έντονα βαμμένο πρόσωπο που κλαίει και γελάει ταυτόχρονα για να αποδώσει κάτι από την ανθρώπινη περιπέτεια. Αυτό που φαίνεται ότι δεν ήταν γνωστό είναι ότι ο κλόουν μπορεί να παρεισφρήσει στη σοβαρότητα της πολιτικής ζωής.
Ιδού λοιπόν ένας performer της stand-up comedy, ένας μπλόγκερ ακτιβιστής, που έρχεται απρόσκλητος στα πολιτικά σαλόνια σαν τον σαιξπηρικό fool και προκαλεί πλήρη αμηχανία στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια. Ο Αρλεκίνος των ιταλικών εκλογών Μπέπε Γκρίλο (Giuseppe Piero Grillo) έδωσε την παράστασή του, έπεισε έναν στους τέσσερις θεατές του και πήρε μια ψήφο αγανάκτησης. Ο κλόουν κατάφερε να συνδυάσει το καρναβαλικό πνεύμα με τη δημαγωγία και τον λαϊκισμό και να αποσπάσει την ψήφο διαμαρτυρίας. Αυτή είναι εν ολίγοις η ερμηνεία των σοβαρών προτεσταντών του οικονομικού και γεωγραφικού Βορρά, αφού ακόμη και σοσιαλδημοκράτες προτεστάντες μίλησαν απαξιωτικά για τον κλόουν, ταυτίζοντάς τον με τον Μπερλουσκόνι.
Υπάρχουν βεβαίως πολλοί λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με τον Γκρίλο. Ενας από αυτούς είναι η καταγγελία όλων των πολιτικών ως απατεώνων (ιδίως εάν είναι και ο ίδιος πολιτικός). Ενας άλλος λόγος είναι η μείωση των δαπανών για τους εξοπλισμούς (ιδίως εάν είναι ο ίδιος εμπλεκόμενος στο κύκλωμα παραγωγής και πώλησης όπλων). Μπορούμε να προσθέσουμε πολλά άλλα «νούμερα» αυτής της ιταλικής κλοουνερί: αναστολή πληρωμών του δημοσίου χρέους της Ιταλίας, ανάκληση των ιταλικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, διακοπή των κρατικών επιχορηγήσεων σε κόμματα και εφημερίδες, περιστολή των υπέρογκων συντάξεων (από 10 ως 90 χιλιάδες ευρώ) και αναδιανομή των εξοικονομούμενων πόρων στο κράτος κοινωνικής πρόνοιας.
Ο Γκρίλο δεν είναι ο πρώτος κωμικός ηθοποιός που διεκδικεί αυτοτελώς τη νίκη σε εκλογές. Το 1965 στη Γαλλία ο Pierre Dac ήταν υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές, αλλά αποσύρθηκε, όπως έγινε και το 1981, με τον Michel Coluche, τον ιδρυτή των Restos du cœur για τους άπορους. Οι κλόουν αυτοί αιφνιδίασαν τον πολιτικό επαγγελματισμό των δυτικών κοινοβουλίων, εισάγοντας το αμφιλεγόμενο, το αστάθμητο και την υπερβολή.
Η υπερβολή που κλονίζει περισσότερο κάθε σοβαρό προτεστάντη είναι η θέση ότι οι πολίτες πρέπει να αντικαταστήσουν τους επαγγελματίες πολιτικούς στα κοινοβούλια. Με άλλα λόγια: το πολιτικό να επιστρέψει στην πολιτική ζωή. Αυτό θυμίζει μπουφόνικο ανέκδοτο: ανατροπή του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος και σχεδιασμός ενός νέου με όριο τις δύο βουλευτικές θητείες και μάλιστα χωρίς αποζημίωση, προτείνει ο Γκρίλο; Πολιτικά αδιέξοδα και κινδύνους ακυβερνησίας αντιτείνουν αμέσως οι ορθολογικοί αναλυτές.
Εδώ το ποτήρι του προτεστάντη ξεχειλίζει. Το πνεύμα της σοβαρότητας είναι ανεκτικό, συχνά μάλιστα παράγει κάποια αστειότητα για να αποφορτίζει τις καταστάσεις και να αποσυμπιέζει τις εντάσεις, αλλά τα αστεία σταματούν όταν διακυβεύονται τα καθαρά κέρδη των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών και οι μακροοικονομικοί στόχοι των Βρυξελλών. Είναι η στιγμή που ο κάθε Μπέπε Γκρίλο θα θεωρηθεί «κλόουν». Η νεοφιλελεύθερη ανεκτικότητα εκθειάζει εύκολα τους γελωτοποιούς της όταν μπορεί να τους οικειοποιηθεί ως καταναλώσιμα σημεία, αλλά πιο εύκολα τους απαξιώνει ως φορείς του πολιτικού ακροβατισμού. Από τον θρίαμβο στην κατάπτωση και από την πτήση στην πτώση, το θέατρο του κλόουν έχει πάντα το ίδιο τέλος για το σκυθρωπό βλέμμα του προτεστάντη θεατή.
Ο θρίαμβος του κλόουν είναι (και πρέπει να είναι) εφήμερος. Οπως η γιορτή και το πανηγύρι. Η σοβαρότητα επιστρέφει πάντα ως κανονικότητα, που προϋποθέτει τον κλόουν ως εξαίρεσή της. Ο κλόουν είναι πάντα η εξαίρεση. Ο Μπέπε Γκρίλο ίσως θα αποτελέσει μια ευχάριστη υποσημείωση στο πυκνό βιβλίο της ευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας. Ο κλόουν που θα θυμίζει την επικινδυνότητα του πολιτικού θεάτρου για την πολιτική που μετατρέπει τους πολίτες σε στατιστικά δεδομένα και τη συμμετοχή στα κοινά σε μετοχική συνιδιοκτησία.
Ο κ. Γιώργος Π. Πεφάνης είναι επίκουρος καθηγητής Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ