«Οριστικά και αμετάκλητα καταργήθηκε ο νόμος Ραγκούση από την Ολομέλεια του ΣτΕ: Ελληνας γεννιέσαι! Δεν γίνεσαι…». Ετσι έσπευσαν να πανηγυρίσουν στο Διαδίκτυο η Χρυσή Αυγή και οι λοιποί αιδήμονες συνοδοιπόροι. Πέρα, όμως, από τις εντυπώσεις, αληθεύει κάτι τέτοιο; Η απάντηση: «Οχι».

Η μεταρρύθμιση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας βασίστηκε στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «Ελληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος».

Και ο Ν. 3838 όρισε:

Πρώτον, τη ριζική μεταβολή των διαδικασιών με τις οποίες αποδίδεται η ελληνική ιθαγένεια στους ενήλικους νόμιμους μετανάστες.

Εβαλε έτσι τάξη σε ένα χάος αυθαιρεσίας των εκάστοτε διοικούντων. Εβαλε τέλος σε ριζωμένες πρακτικές πελατειασμού και αναξιοπρέπειας. Εβαλε φραγμό σε ελληνοποιήσεις ημετέρων που – διαπιστωμένα, από τις Επιτροπές Πολιτογράφησης – δεν μιλούσαν καν ελληνικά. Γι’ αυτό και κανένας «αγανακτισμένος υπερέλληνας» και κανένα δικαστήριο δεν τόλμησαν να ακουμπήσουν τον θεσμό της πολιτογράφησης των ενήλικων μεταναστών.

Οι νέες, αξιόπιστες, διαφανείς, ουσιαστικές και αντικειμενικές διατάξεις του Ν. 3838 για τους ενήλικους νόμιμους μετανάστες ούτε προσεβλήθησαν και, ως εκ τούτου, ούτε ακυρώθηκαν από το ΣτΕ.

Αντιθέτως, όλη την προσοχή απορρόφησαν η χορήγηση της ιθαγένειας στη δεύτερη γενιά, στα παιδιά των μεταναστών, και η ψήφος στις δημοτικές εκλογές. Η περυσινή απόφαση του Τμήματος μας πήγαινε πράγματι αιώνες πίσω: Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, «νόμος του αίματος» και, κυρίως, υποχρέωση να ψάχνουμε το κάθε παιδί ξεχωριστά μόλις γίνει 18 ετών για να σιγουρευτούμε ότι χώνεψε για τα καλά τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη. Δικαίως, ίσως, πανηγύριζαν τότε οι θιασώτες του πολιτικού σκότους. Τίποτε από όλα αυτά, όμως, δεν συμβαίνει με τη νέα απόφαση της Ολομέλειας.

Το πρακτικό συμπέρασμα της προηγούμενης απόφασης, να γίνεται δηλαδή εξονυχιστική, εξατομικευμένη έρευνα των φρονημάτων κάθε παιδιού, εξαφανίζεται τελείως. Αρα, η ιθαγένεια μπορεί να χορηγείται εφόσον εκπληρώνει το παιδί κάποιες γενικές προϋποθέσεις. Και το σημαντικότερο, η απόφαση αποδέχεται για πρώτη φορά ρητά και επίσημα πως βάση για τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας σε παιδιά δεν χρειάζεται να είναι μόνον η καταγωγή (έτσι βαφτίζεται με σεμνότητα το «αίμα»). Μπορεί, αντιθέτως, να είναι επιπλέον και το γεγονός ότι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ, το λεγόμενο δηλαδή «δίκαιο του εδάφους». Αρκεί τα κριτήρια να είναι ουσιαστικά και όχι τυπικά.

Η υπαναχώρηση αυτή του ΣτΕ για όλους εμάς που πιστέψαμε στον Ν. 3838/2010 είναι μεγάλη νίκη. Νίκη που διαφυλάσσει αλώβητο το πνεύμα και τις βασικές πολιτικές επιλογές του νόμου.

Μα τότε, από πού κι ως πού ανισυνταγματικός ο νόμος; Και εγώ απορώ. Αν κατάλαβα όμως καλά, το να γεννηθείς από γονείς που και οι δύο ζουν ήδη πέντε χρόνια νόμιμα εδώ και το να περάσεις τουλάχιστον έξι τάξεις ελληνικό σχολείο, είναι, λέει η πλειοψηφία του δικαστηρίου, «τυπικές» και όχι πραγματικά ουσιαστικές προϋποθέσεις για να δώσεις σε ένα παιδί την ελληνική ιθαγένεια. Και αυτό, λέει, γιατί τα πέντε χρόνια είναι λίγα για να έχουν ενταχθεί οι γονείς (λες και το θέμα δεν είναι η ιθαγένεια του παιδιού, αλλά αυτή των γονιών) και τα έξι χρόνια στο σχολείο λίγα για να αφομοιώσει το παιδί του μετανάστη την ελληνική παιδεία (λες και αν ήταν τα χρόνια δύο ή τρία παραπάνω, τότε το κριτήριο από «τυπικό» θα γινόταν ξαφνικά «ουσιαστικό»). Τόσα χρόνια πάνω ή τόσα κάτω, είναι τώρα στα σοβαρά αυτό θέμα συνταγματικότητας ή μη, που θα κρίνει ένα ανώτατο διοικητικό δικαστήριο; Με άλλα λόγια, δεν νοείται τα πέντε χρόνια νόμιμης διαμονής των γονιών ή τα έξι χρόνια στο σχολείο να είναι αντισυνταγματικά, ενώ τα οκτώ και τα εννιά χρόνια αντίστοιχα να θεωρούνται συμβατά με το σύνταγμα.

Οπως αναφέρουν, πάντως, διαπρεπείς συνταγματολόγοι, σύμφωνα με το σύνταγμά μας, αυτές οι εκτιμήσεις είναι κατεξοχήν δουλειά της Βουλής την οποία εκλέγουμε δημοκρατικά, όλοι μαζί, και όχι κάποιων δικαστών σε ρόλο «εθνοφυλάκων» ή, ακόμη χειρότερα, πρόθυμων προαγωγών της ιδεολογίας συγκεκριμένης μερίδας του πολιτικού σκηνικού. Αυτό ακριβώς υπογραμμίζει με αιχμηρό τρόπο και η θαρραλέα μεγάλη μειοψηφία των δικαστών του ΣτΕ (13 έναντι 24) στην απόφαση, αναφέροντας («[…] και τούτο διότι άλλως το δικαστήριο, μέσω του δικαστικού ελέγχου, θα υποκαθιστούσε ανεπιτρέπτως, δηλαδή καθ’ υπέρβασιν του συνταγματικού ρόλου του, τη Βουλή στην άσκηση του νομοθετικού έργου της, αφού θα ήλεγχε, παρεμβαίνοντας με τον τρόπο αυτόν στο πεδίο των πολιτικών αντιπαραθέσεων […]»).

Σε κάθε περίπτωση, μετά την απόφαση αυτή, όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά: το αν τα παιδιά των μεταναστών θα κρατήσουν το δικαίωμα στο όνειρο και, μαζί με αυτά, η πατρίδα μας την ελπίδα για ένα πιο φωτεινό και ειρηνικό αύριο, δεν είναι θέμα συμμόρφωσης με δικαστικές αποφάσεις, αλλά θέμα πολιτικής επιλογής των δυνάμεων που μας κυβερνάνε. Και αν είναι πολύ να περιμένουμε κάτι από τον κ. Σαμαρά και το κόμμα του, μπορούμε να περιμένουμε ακόμη κάτι από τη ΔΗΜΑΡ και το ΠαΣοΚ;

Είναι δε ξεκάθαρο ότι αν τα παιδιά νόμιμων μεταναστών αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια με τη γέννησή τους – και όχι μετά τα 18, όπως επιδιώκει το ακροδεξιό σχέδιο –, τότε θα πρόκειται για μια ουσιαστική επιβεβαίωση του

Ν. 3838, καθώς και για επιβράβευση όσων τον πίστεψαν, τον στήριξαν και τον υπερασπίστηκαν, διότι σε αυτή την περίπτωση πραγματικά θα έχει στεριώσει μια ιστορική μεταρρύθμιση στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας.

Για την ιστορία

1. Ο Ν. 3838 είχε την ομόφωνη έγκριση του Πρωθυπουργού και του Υπουργικού Συμβουλίου. Υπερψηφίστηκε από τους βουλευτές του ΠαΣοΚ, του ΚΚΕ και του, ενιαίου τότε, Συνασπισμού.

Το σύνολο των βουλευτών της ΝΔ καταψήφισε και αυτό την ένσταση αντισυνταγματικότητας έναντι του σχεδίου νόμου που κατετέθη στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου από τον ΛΑΟΣ – υπογραμμίζω – μόνο για την ψήφο των μεταναστών στις δημοτικές εκλογές και όχι για την κτήση της ιθαγένειας. Τη συνταγματικότητα του νόμου δεν αμφισβήτησε το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής στην έκθεση που συνόδευσε την κατάθεση του νομοσχεδίου στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου. Τη συνταγματικότητα του νόμου υπερασπίστηκαν ενώπιον του ΣτΕ οι διαπρεπείς συνταγματολόγοι Ν. Αλιβιζάτος, Φ. Σπυρόπουλος, Χρ. Πολίτης, καθώς και ο αντιπρόεδρος του ΝΣΚ, Ν. Μαυρίκας. Πλήθος επιστημονικών, κοινωνικών και συλλογικών φορέων στήριξαν τον νόμο, με προεξάρχουσα την Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

2. Τη διάταξη στο άρθρο 4, παράγραφος 3 του συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «Ελληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος» πρώτη φορά υιοθέτησε ως δεύτερη παράγραφο του άρθρου περί ισότητας η Εθνοσυνέλευση της Γ΄ Σεπτεμβρίου 1843. Η επιφύλαξη αυτή υπέρ του κοινού νομοθέτη δεν ήταν τυχαία. Ηταν απόρροια της οξύτατης αντιπαράθεσης «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων» στην πρώτη εκείνη Εθνοσυνέλευση μετά την Ανεξαρτησία. Προκειμένου να μη δεσμευθούν οι επιλογές των επόμενων συνεδριάσεων της Βουλής για το ποιοι θα είναι «έλληνες πολίτες», οι πληρεξούσιοι του 1843 προέκριναν μετά λόγου γνώσεως να αφήσουν το θέμα εκτός συντάγματος, ώστε ο νομοθέτης να έχει κατ’ αρχήν τα χέρια του λυμένα για ένα ζήτημα ύψιστης πολιτικής σημασίας. Αξίζει να παρατεθεί το σχετικό απόσπασμα από τα επίσημα πρακτικά της Εθνοσυνέλευσης εκείνης: «Αν και λόγοι πολλοί ουσιώδεις και πικραί αναμνήσεις υπαγορεύουν την ανάγκην του να γίνη λόγος περί [των προσόντων του Ελληνος πολίτου] εντός του συντάγματος, η Επιτροπή δεν έθεσε τούτο εις το σύνταγμα διά τους ακολούθους δύο λόγους:

1. Διότι ειδικός νόμος περί των προσόντων του πολίτου Ελληνος εντός του συντάγματος θα ήναι ατελής, και

2. διότι, εάν ο νόμος ούτος τεθεί εντός του συντάγματος θα ήναι ως και το σύνταγμα αμετάβλητος, και οι όροι αυτού θέλουν είσθαι αδύνατον να τροποποιηθώσι μετά ταύτα εάν ανάγκη τις ήθελεν υπαγορεύσει […] (η της Γ΄ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική Συνέλευσις, επίσημα πρακτικά, συνεδρ. ΚΣτ΄, 8.1.1844, σελ. 143-144)