Διαβάζοντας κανείς τα ρεπορτάζ των τελευταίων ημερών για την αντίδραση του πολιτικού συστήματος στις κλιμακούμενες τρομοκρατικές επιθέσεις θα είχε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρωτοφανές ή αξιοπερίεργο φαινόμενο. Η «ανησυχία», η «έκπληξη» και ο «φόβος» των ιθυνόντων (για να μην αναφερθεί κανείς στους απερίσκεπτους διαξιφισμούς των πολιτικών κομμάτων ή τις επικίνδυνες αδυναμίες του δικαστικού συστήματος) υποδηλώνουν την αμηχανία των αρχών απέναντι σε μία άμεση και ξεκάθαρη απειλή κατά της ασφάλειας των πολιτών η οποία έχει συγκεκριμένες ιστορικές, κοινωνιολογικές και ψυχαναλυτικές καταβολές.

Όσοι έχουν παρακολουθήσει τα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας, όσοι έχουν αφιερώσει λίγο χρόνο στο να μελετήσουν τη στρατηγική, την ιδεολογία και τις πράξεις των τρομοκρατών – όσοι εν τέλει ενδιαφέρονται στο ελάχιστο για την κατάσταση αυτής της κοινωνίας και αυτής της δημοκρατίας – έχουν μία, έστω στοιχειώδη, εικόνα του τί συμβαίνει. Οι στενές σχέσεις τρομοκρατικών οργανώσεων, αντιεξουσιαστών και οργανωμένου εγκλήματος έχουν εδώ και καιρό τεκμηριωθεί ακόμα και από την σχετική ειδησεογραφία. Η κυνική στρατηγική μεγιστοποίησης του χάους και η μηδενική αξία στην ανθρώπινη ζωή είναι προφανείς.

Η νέα γενιά τρομοκρατίας δεν αποτελεί μία συμμετρική απειλή – έναν προβλέψιμο και νομιμοποιημένο παίκτη στην σκακιέρα του πολιτικού συστήματος. Ο βερμπαλισμός και η μεταμοντέρνα συρραφή ιδεολογημάτων είναι απλώς ένα όχημα για την διάπραξη εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου και την αυτοπροβολή σε μία δημόσια σφαίρα που μυθοποιεί και επιβραβεύει την «αντίσταση» και τη βία σε όλες τους τις εκδοχές. Πίσω από τον θόρυβο των όπλων κρύβονται μερικές ομάδες άεργων και αυτόκλητων σωτήρων. Πίσω από την καταστροφή κρύβεται η μικροαστική μνησικακία τους για τη ζωή που δεν πρόκειται ποτέ να προσπαθήσουν καν να αποκτήσουν. Πίσω από τη δήθεν ιδεολογία τους βρίσκονται τα απολιθώματα μιας νεκρής εκδοχής του μέλλοντος.

Εάν αυτά τα παρακμιακά φαινόμενα λούμπεν κυνισμού τρομάζουν και ανησυχούν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, τότε πρόκειται πράγματι για ένα εξαιρετικά αδύναμο σύστημα και θα πρέπει όλοι μας να ανησυχούμε. Η αδράνεια και η ηττοπάθεια του ίδιου του πολιτικού συστήματος τα τελευταία χρόνια – ειδικά κατά τη διάρκεια και μετά από συγκεκριμένα γεγονότα-σταθμούς όπως τα επεισόδια του Δεκεμβρίου 2008 – δημιούργησε κενό εξουσίας, εξέθρεψε τον εξτρεμισμό και έδειξε το πόσο λίγο πιστεύουν σε αυτό το οικοδόμημα οι ίδιοι οι διαχειριστές του. Το πρόβλημα βεβαίως έγκειται στο ότι αυτό το σύστημα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας – με τα καλά του και τα κακά του – υπηρετεί και ανήκει στο κοινωνικό σύνολο. Εάν αυτοί που το διαχειρίζονται δεν μπορούν ή δεν θέλουν να το υπερασπιστούν αποτελεσματικά τότε ας παραχωρήσουν τη θέση τους σε κάποιους άλλους (και πάντως όχι στους περιθωριακούς πολιτικούς χώρους οι οποίοι εδώ και χρόνια επιβιώνουν χάρη στο σύστημα φθείροντας και κατηγορώντας το αδιάκοπα).

Σε κάθε περίπτωση η αυτολύπηση δεν πρόκειται να φέρει την ασφάλεια. Όπως φάνηκε και με την αντιμετώπιση της προηγούμενης γενιάς τρομοκρατών, μόνο η οργανωμένη και συστηματική απάντηση του κράτους μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Ωστόσο, ένα από τα καθοριστικά στοιχεία της επιτυχούς εξάρθρωσης της 17 Νοέμβρη ήταν η ενεργός συμμετοχή της κοινωνίας σε εκείνη την προσπάθεια. Η σιωπηλή πλειοψηφία, η οποία μουδιασμένη και αδρανής είδε τα δάση μας να καίγονται το 2007 και το 2009, την Αθήνα να καταστρέφεται το 2008 και το 2012, αθώους να χάνουν τη ζωή τους το 2010 και τους δημοκρατικούς θεσμούς και τον δημόσιο χώρο να ευτελίζονται το 2011, πρέπει επιτέλους να εκφραστεί πριν χυθεί κι άλλο αίμα. Η κοινωνική και ουσιαστική απομόνωση των φορέων της βίας – από οποιοδήποτε άκρο και αν προέρχονται – είναι μονόδρομος για την επιβίωση και ανάπτυξη της πολιτικής μας κουλτούρας.

Πέραν των οικονομικών, κοινωνικών και θεσμικών αδυναμιών της, η ελληνική κοινωνία πρέπει πρωτίστως να απαντήσει σε ένα εξαιρετικά απλό αλλά και θεμελιώδες ερώτημα: πιστεύουμε ως κοινωνία στις αρχές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, στο κράτος δικαίου, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην ύπαρξη νόμου και τάξης (ο σκοπός της οποίας τελικά είναι το να προστατεύει τους πιο αδύναμους); Εάν όχι, τότε ο τελευταίος που θα φύγει για τη ζούγκλα, το βουνό ή τα υπο κατάληψη κτίρια της Αθήνας ας κλείσει την πόρτα. Εάν όντως πιστεύουμε σε αυτές τις αρχές, τότε τί κάνουμε στην πράξη ως άτομα, ως οικογένειες, ως γειτονιές, ως κοινωνία για να τα υποστηρίξουμε; Η αδράνεια και η απάθεια μπροστά στην συνεχιζόμενη βία μόνο ως συνενοχή και υποκρισία μπορούν να εκληφθούν. Εάν αποχαυνωμένοι συνεχίσουμε να παρακολουθούμε το «ξήλωμα» αυτής της κοινωνίας, τότε οι τρομοκράτες δεν θα έχουν απλώς κερδίσει τον πόλεμο – δεν θα υπάρχει καν πόλεμος – αλλά θα σπρώχνουν μία πόρτα που είναι ήδη διάπλατα ανοιχτή.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μία εκτενή συζήτηση για τα δικαιώματα (εργασιακά και άλλα) που χάνουμε λόγω της οικονομικής κρίσης και της λιτότητας. Δυστυχώς δεν έχει υπάρξει αντίστοιχο ενδιαφέρον για τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που έχουμε αμελήσει ως πολίτες. Τα δικαιώματα μας – είτε λέγονται επίδομα ανεργίας, είτε δικαιώμα ψήφου, είτε δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης – βασίζονται σε αντίστοιχες υποχρεώσεις. Όταν δεν πληρώνουμε φόρους, το κράτος δεν έχει αρκετά χρήματα για τα επιδόματα. Όταν δεν συμμετέχουμε στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, το πολιτικό σύστημα είναι νεκρό. Όταν δεν προστατεύουμε το δικαίωμα των συνανθρώπων μας στην ασφάλεια και στην ελεύθερη έκφραση, τότε είμαστε και οι ίδιοι απροστάτευτοι.

Η περίοδος έξαρσης της τρομοκρατίας στη Γερμανία το 1977 έμεινε στην ιστορία ως ‘το Γερμανικό Φθινόπωρο’. Τα τελευταία χρόνια – και ειδικά από τα τέλη του 2008 – η Ελλάδα διέρχεται τον δικό της χειμώνα. Η πρακτική εξουδετέρωση αυτών που ασκούν βία πρέπει να γίνει από τις κρατικές αρχές. Υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος για τον οποίον το κράτος έχει το μονοπώλιο στη νόμιμη βία (έχει περιγραφεί εξαιρετικά από τον Μαξ Βέμπερ). Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να «ξαναεφεύρει τον τροχό» του πώς οργανώνεται μία κοινωνία. Ωστόσο, η απάντηση στο ερώτημα που τίθεται από αυτούς που ασκούν τη βία μπορεί να έρθει μόνο από εμάς.

* Ο κ. Ρ. Γεροδήμος είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth και ιδρυτής του Τομέα Ελληνικής Πολιτικής Επιστήμης της Βρετανικής Εταιρίας Πολιτικών Σπουδών