Στον Μεσοπόλεμο ο Βάλτερ Μπένγιαμιν έγραψε ένα δοκίμιο για την «τύχη του έργου τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής» και προέβλεψε τη σταδιακή αποδυνάμωση της έννοιας του «πρωτοτύπου» και την ανάδυση μιας κουλτούρας των αντιγράφων. Ο αδιάκοπος θόρυβος, η διαρκής ένταση και η ορμητική ροή πληροφοριών περί των αντιγράφων της «λίστας Λαγκάρντ»τις τελευταίες ημέρες δείχνουν ότι διατρέχουμε τον κίνδυνο να απολέσουμε όχι μόνο το όποιο πρωτότυποαλλά κυρίως τη δυνατότητα ναπροσεγγίσουμε κριτικά τα πολιτικά και θεσμικά ζητήματα που απορρέουν από τη διαχείριση της περιβόητης λίστας.
Σοβεί γύρω μας η μεγαλύτερη ίσως κρίση που βιώνει η κοινωνία μας κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Εχουμε πολύ σοβαρούς λόγους να αγανακτούμε και να οργιζόμαστε με τη διαδικασία εντατικής «φτωχοποίησης» μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας αλλά και με την επιδεικτική παρουσία τού κατά τα φαινόμενα αφορολόγητου και ανεξέλεγκτου πλούτου σε τμήμα των κοινωνικών και πολιτικών ελίτ. Μπορούμε άραγε να διαχειριζόμαστε τη «μεγάλη κρίση» των δημοσιονομικών μεγεθών ταυτόχρονα με τις «μικρές κρίσεις» των ατομικών και συλλογικών πολιτικών πρακτικών, συμπεριφορών και ηθών; Και τι συμβαίνει όταν θρυμματίζεται η «μεγάλη» κρίση στις πολλαπλές αναπαραστάσεις της μέσα στον μιντιακόχώρο;
Κινούμενοι χωρίς πλοηγό στη «δυνητική πραγματικότητα» των πολλαπλών αντιγράφων –κυριολεκτικά και μεταφορικά –ενδέχεται να βρεθούμε στην προσομοίωση ενός «βρώμικου ’89». Αυτό το πολιτικό και πολιτισμικό σενάριο έχει ενδεχομένως πολλαπλές χρήσεις. Παραμένει ωστόσο ανοιχτό το ερώτημα αν ζητήματα όπως η παράβαση καθήκοντος, η διαφθορά, η φοροδιαφυγή, ιδιαίτερα σε συνθήκες μιας κρίσης που δοκιμάζει την κοινωνία,μπορούν να αντιμετωπισθούν με τη δημιουργία ενός «τεχνολογικά αναβαθμισμένου» (με CD και στικάκια) αντιγράφου του ’89. Ιδιαίτερα σήμερα που η οργή και η αίσθηση της αδικίας διαποτίζουν, δικαίως εν πολλοίς, το κοινό αίσθημα και δυναμώνουν την ένταση των πολιτικών παθών, η ανάδειξη σκανδάλων ενδέχεται να οδηγήσει σε μια γενικευμένη ανθρωποφαγία, αν εξαντληθεί στα επιφαινόμενα της πολιτικής και μιντιακής δημαγωγίας. Η παρέλαση εναλλασσόμενων «ενόχων» ελάχιστα θα προσφέρει στην ουσιαστική διερεύνηση του πυρήνα των ζητημάτων που αφορούν τη ροή και την κυκλοφορία του χρήματος μέσα και έξω από τη χώρα μας.
Επιπλέον στον κόσμο της «δυνητικής πραγματικότητας» περισσεύουν οι υπερήρωες και οι σωτήρες. Οι εκστρατείες κάθαρσης είναι όμως πολύ σημαντικές διαδικασίες είτε για να αφεθούν είτε για να αξιοποιηθούν από πολιτικές δυνάμεις που τροφοδοτούνται αποκλειστικά και μόνο από την καλλιέργεια του κοινωνικού μίσους και της καθολικής απαξίωσης του πολιτικού συστήματος και των λειτουργιών της δημοκρατίας. Οι αδιάκριτες και καθολικές καταγγελίες της διαφθοράς έχουν συχνά αξιοποιηθεί πολιτικά από τον χώρο μιας αυτοπροσδιοριζόμενης ως «καθαρής» και«πληβειακής» Ακροδεξιάς με ολέθρια αποτελέσματα. Μαζί με τα πολιτικά συστήματα θυσιάζονται έτσι και οι ίδιες οι δημοκρατίες.
Τα πολιτικά συστήματα δεν είναι φυσικά στατικές οντότητες. Ελέγχονταικαι αξιολογούνται τόσο σε ό,τι αφορά το προσωπικό όσο και σε ό,τι αφορά τις λειτουργίες τους. Αυτό αποτελεί ίσως ένα σημείο διασταύρωσης της «μεγάλης» με τις «μικρές» κρίσεις των ημερών μας. Μακριά από τους νεφελώδεις χώρους μιας «δυνητικής πραγματικότητας», είναι πολύ περισσότερο παραγωγικό να προσβλέπουμε στην ανανέωση της πολιτικής ζωής μέσα από θεσμικές διαδικασίες ελέγχου και πολιτικές παρεμβάσεις που δεν εξαντλούνται αποκλειστικά στα αντίγραφα και στις αντιγραφές παλιών και αμφιλεγόμενων πρακτικών.
Η κυρία Εφη Γαζή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.




ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ