Την άνοιξη του 2012 οι ειδικοί του ΔΝΤ προέβλεπαν ότι το χρέος της Ελλάδας το 2020 θα ανέρχεται στο 120,5 % του ΑΕΠ και θα μπορεί να εξυπηρετηθεί. Τα ερωτήματα που προέκυπταν αβίαστα τότε ήταν δύο. Πρώτον, πώς είναι δυνατόν το ΔΝΤ, που ως εκείνη τη στιγμή είχε πέσει έξω σε όλες τις προβλέψεις του για την Ελλάδα, να οριοθετήσει με ακρίβεια εκατοστού της μονάδας την εξέλιξη του χρέους και, ακόμη, από πού προέκυπτε ότι ένα χρέος στο 120% ξαφνικά γίνεται βιώσιμο, αφού το Σύμφωνο Σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ενωσης απαιτεί το 60%;
Τι μας λέει η οικονομική θεωρία; Πότε ένα χρέος είναι βιώσιμο και σε τι ύψος σε σχέση με το ΑΕΠ θα πρέπει να ανέρχεται ώστε να είναι εξυπηρετήσιμο; Δυστυχώς, στο ερώτημα δεν υπάρχει σαφής απάντηση. Εκείνο που με βεβαιότητα μπορούμε να ισχυρισθούμε είναι ότι αυτό εξαρτάται από τις ειδικές συνθήκες στις οποίες βρίσκεται η χώρα, αλλά και από τις δυνατότητες που έχει. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη βιωσιμότητα του χρέους είναι πολλοί. Οι μελλοντικοί ρυθμοί ανάπτυξης, η σταθερότητα της οικονομίας, το ύψος των επιτοκίων, το διεθνές περιβάλλον κ.ά.
Η Ιαπωνία με ένα χρέος πάνω από 200% του ΑΕΠ δανείζεται με 1%, χωρίς μάλιστα την αξιολόγηση 3A, και κανείς δεν σκέφτεται ότι θα χρεοκοπήσει. Αντίθετα, η Αργεντινή χρεοκόπησε με ένα χρέος της τάξεως του 65%. Τη Γερμανία με 83% δείχνει να μην την αγγίζει το πρόβλημα, ενώ η Βρετανία με ένα αντίστοιχο ποσοστό συγκαταλέγεται στις χώρες με κρίση χρέους. Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στην Ισπανία, όπου, ενώ το χρέος της είναι από τα χαμηλότερα της ευρωζώνης, η χώρα βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης.
Η επιλογή του τεκμηρίου 60% στη Συνθήκη του Μάαστριχτ χαρακτηρίζεται δικαίως ως επιστημονικά αστήρικτη. Αλλωστε και οι προβλεπόμενες για τους παραβάτες ποινές ουδέποτε επιβλήθηκαν στην πράξη, αν σκεφθούμε ότι χώρες όπως το Βέλγιο βρίσκονταν συνεχώς πάνω από αυτό.
Επίσης η οροφή του 90% που αναφέρεται στην περίφημη πλέον μελέτη των Ρογκόφ και Ράινχαρτ «Αυτή τη φορά είναι όλα διαφορετικά» δεν αποτελεί θέσφατο, αφού οι επιδράσεις της περιορίζονται απλά στις μειωμένες αναπτυξιακές δυνατότητες χωρών που υπερβαίνουν το όριο.
Αλλά και το 120% που μας προέκυψε εφέτος μόνο τυχαίο δεν είναι. Πρώτον, διότι ένα υψηλότερο ποσοστό θα καθιστούσε το χρέος της Ιταλίας μη βιώσιμο με απρόβλεπτες συνέπειες, ενώ το όριο πλησιάζουν και οι ΗΠΑ ως τα τέλη του έτους (Δηλώσεις στο τελευταίο G20).
Είναι λοιπόν βιώσιμο ένα χρέος που ανέρχεται στο 120% του ΑΕΠ μιας χώρας; Εξαρτάται! Κυρίως από δύο μεγέθη. Το επιτόκιο που πληρώνει και τον ρυθμό ανάπτυξης. Οταν έχει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και μηδενικό επιτόκιο, τότε είναι βιώσιμο ανεξάρτητα από το μέγεθός του. Το χρέος παραμένει σταθερό όσο το επιτόκιο είναι ίσο με το ονομαστικό μέγεθος της ανάπτυξης. Αν δεν παραχθούν άλλα ελλείμματα θα είναι και βιώσιμο. Από εκεί και μετά η αποκλιμάκωση του χρέους απαιτεί υψηλότερους των επιτοκίων ρυθμούς ανάπτυξης που παρέχουν την ευχέρεια δημιουργίας σημαντικότερων πρωτογενών πλεονασμάτων. Για τη χώρα μας, με ένα χρέος που πλησιάζει το 180% και υποθετική ανάπτυξη 2%, απαιτείται μόνο για τη σταθεροποίηση σε αυτό το επίπεδο πρωτογενές πλεόνασμα 3,6%. Για τη μείωσή του θα πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερο. Και το ερώτημα είναι το εξής: Μπορεί μια χώρα να πετύχει κάτι τέτοιο; Βραχυπρόθεσμα ναι. Επειδή όμως για να κατέβει το χρέος σε ανεκτά από τις αγορές επίπεδα απαιτούνται πολλά χρόνια με υψηλές επιδόσεις, ο στόχος δείχνει να είναι ανέφικτος. Αλλωστε δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο όπου μια χώρα να εμφάνισε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 5% ετησίως. Συμπέρασμα: Οι δανειστές μας θα πρέπει να δουν το ύψος του χρέους μας και πάλι. Τεχνικές λύσεις για μια δραστική μείωσή του υπάρχουν, πολιτική βούληση και αποφάσεις χρειάζονται.
Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ