Με την παροχή της δόσης η Ελλάδα όντως αποφεύγει την άμεση χρεοκοπία. Ηταν μια αναγκαία συνθήκη για να μπορέσουμε να διασφαλίσουμε την παραμονή μας στο ευρώ, τη χρηματοδότηση του κράτους και την επιβίωση του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος αλλά δεν αποτελεί αυτοδύναμη λύση.
Πέρα από την εξόφληση των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, ένα μεγάλο κομμάτι της δόσης θα πάει στο τραπεζικό σύστημα. Τα χρήματα όμως δεν δίνονται «για να μπορούν οι τράπεζες να δανείζουν». Δίνονται για να μην υποχρεωθούμε να κλείσουμε τις τράπεζες, που συντηρούνται ακόμη λάθρα από την ΕΚΤ. Τα χρήματα χρειάζονται για να αναπληρωθούν κεφάλαια που χάθηκαν από επισφαλή δάνεια και από ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. Το πρόβλημα της ρευστότητας δεν είναι τόσο ότι οι τράπεζες αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν υγιείς εταιρείες όσο, κυρίως, ότι οι εταιρείες γίνονται ολοένα και πιο αδύναμες, οπότε επιζητούν τραπεζική υποστήριξη, την οποία όμως δεν μπορούν οι τράπεζες να παρέχουν. Η έλλειψη ρευστότητας, με άλλα λόγια, είναι περισσότερο σύμπτωμα παρά αίτιο της κρίσης.
Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει πίεση στην πραγματική οικονομία από τον περιορισμό της ζήτησης και την κατάρρευση των επενδύσεων. Επιπρόσθετα, οι διεθνείς όροι συνεργασίας έχουν αλλάξει: οι ξένοι που συναλλάσσονται με την Ελλάδα απαιτούν να πληρώνονται σε μετρητά, κόβουν πιστώσεις και δυσχεραίνουν την παραγωγή και το εμπόριο. Αυτό βέβαια δεν είναι κενό χρηματοδότησης των τραπεζών αλλά αποτέλεσμα των φόβου αναφορικά με την Ελλάδα: σε πρόσφατη διεθνή έρευνα οικονομικών διευθυντών, η Ελλάδα κατετάγη κάτω από την εμπόλεμη Συρία και την κατεστραμμένη Λιβύη ως προς το ρίσκο τους. Μόνο το Ιράν και το Ιράκ μάς προσπέρασαν. Η αβεβαιότητα παραλύει την οικονομία.
Η δόση που πήραμε μας δίνει τη δυνατότητα να επανεκκινήσουμε την οικονομία που βρίσκεται σε «σηπτικό σοκ». Αυτό όμως δεν μπορούν να το κάνουν οι τράπεζες: η εμπιστοσύνη τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό μέτωπο απαιτεί πολιτική και διαρθρωτική σταθερότητα. Τι πρέπει να γίνει για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη; Απλούστατα, να υλοποιηθούν όλα όσα έχουμε υποσχεθεί και να πραγματοποιηθεί η αποδέσμευση της Ελλάδας από τα μικρά και μεγάλα μονοπώλια ή συμφέροντα που περιορίζουν τον δίκαιο ανταγωνισμό και μας καταρρακώνουν στους δείκτες ανταγωνιστικότητας. Ακόμη σημαντικότερο, να ορθολογικεύσουμε το κράτος που σπαταλά πόρους, παρακωλύει επενδύσεις και αποτυγχάνει ακόμη στην απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων. Τέλος, να αυξήσουμε τα δημόσια έσοδα και να βελτιώσουμε την κοινωνική δικαιοσύνη αναδιοργανώνοντας ριζικά τις εφορίες.
Ως τώρα τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Η αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης, παρά τις ρητορείες, είναι στον πάγο. Δομές, άνθρωποι, πρακτικές που μας οδήγησαν ως εδώ δεν έχουν αλλάξει. Η δόση που λάβαμε δεν μας δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσουμε να πορευόμαστε όπως κάναμε ως τώρα. Τουναντίον, μας φέρνει αντιμέτωπους με τα βαθύτερα, διαρθρωτικά αιτία της κρίσης.
Αν η κυβέρνηση τολμήσει να τα αντιμετωπίσει, η Ελλάδα θα μπορέσει να ανακτήσει την εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία που τόσο χρειάζεται, και τόσο οι επενδύσεις όσο και το εμπόριο και η παραγωγή θα μπορέσουν να ξαναρχίσουν. Αλλιώς, θα αποτελέσουμε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στα μελλοντικά βιβλία Ιστορίας για το πώς μια χώρα μπορεί να δημιουργήσει τόσες στρεβλώσεις και τόσα μικροσυμφέροντα που τη λυμαίνονται, ώστε να καταρρεύσει κάτω από το βάρος τους.
Ο κ. Μιχ. Γ. Ιακωβίδης κατέχει την έδρα Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας Sir Donald Gordon στη London Business School και είναι επισκέπτης καθηγητής στο NYU-Stern.