Πρόσφατα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών διεκτραγώδησε παραστατικά την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα οικονομικά της Εκκλησίας της Ελλάδος και προέβλεψε ότι, αν η κατάσταση αυτή συνεχιστεί, τότε θα υπάρξει στάση πληρωμών.
Δεν έχει κανείς λόγο να αμφισβητήσει τις δηλώσεις αυτές, πίσω από τις οποίες αχνοφέγγει η ελπίδα πως ίσως, κάποτε, επιχειρηθεί μια γενναία αυτοκριτική για το πώς η ελλαδική εκκλησία έφθασε σε αυτή την κατάντια, όχι βεβαίως ως θεοΐδρυτος οργανισμός αλλά ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ως μέρος ενός συστήματος εξουσίας.
Συμπληρώθηκαν εφέτος 160 έτη από τη στιγμή που το ελληνικό κράτος, διετία μόλις μετά τον Πατριαρχικό Τόμο με τον οποίο είχε ανακηρυχθεί τελικώς το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος, επανέφερε, το έτος 1852, την άκρατη πολιτειοκρατία και καταδυνάστευσε έκτοτε την Εκκλησία, συχνά, δυστυχώς, με τη συνέργεια ή/και καθοδήγηση της εκάστοτε ηγεσίας της.
Πράγματι, όπως είναι γνωστό, ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850, που ανακήρυξε, έπειτα από πολλές περιπέτειες, την «εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξον Εκκλησίαν… κανονικώς αυτοκέφαλον», το έπραξε υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και προεχόντως υπό τον όρο ότι η Εκκλησία αυτή θα διοικείται «ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως». Αυτό, σε απλά ελληνικά, σημαίνει ότι το Πατριαρχείο προσέβλεπε σε μια Εκκλησία ελεύθερη, ανεξάρτητη από το κράτος, η οποία θα διοικείται με τους δικούς της κανόνες, φυσικά μέσα στο πλαίσιο του Συντάγματος, προσανατόλιζε δηλαδή τα πράγματα προς μια σαφή διάκριση Εκκλησίας και Πολιτείας.
Εν τούτοις, αμέσως μετά τις ευχαριστίες και τις δοξολογίες, το ελληνικό κράτος, με τον βαυαρό βασιλέα Οθωνα και τους καθολικούς και προτεστάντες συμβούλους του, βιάζοντας το γράμμα και το πνεύμα του Πατριαρχικού Τόμου, με δύο νόμους του έτους 1852, επανέφερε το πολιτειοκρατικό καθεστώς της εποχής της Αντιβασιλείας. Ετσι, χαρακτηριστικά, τους μητροπολίτες/επισκόπους επέλεγε ο βασιλέας από τρία ονόματα που του υπέβαλε η Σύνοδος…
Και πώς θα ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς! Οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής είχαν γλυκαθεί από τον νοσφισμό της εκκλησιαστικής περιουσίας, αφού το κράτος, ήδη από το έτος 1833, είχε με νόμο διαλύσει πλήθος μοναστηρίων και είχε δημεύσει την περιουσία τους. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς πως η περιουσία αυτή αξιοποιήθηκε, αφού μεγάλο μέρος της καταπατήθηκε από ιδιώτες ή ερημώθηκε.
Το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα, μετά από 160 χρόνια, η Πολιτεία εξακολουθεί να θεσπίζει, με νόμο που ψηφίζει η Βουλή, τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας καταδεικνύει χωρίς αμφιβολία ότι και στη διοίκηση της Εκκλησίας επικράτησαν εκείνοι που προτίμησαν την αύρα της κοσμικής εξουσίας από το θυμίαμα της εκκλησιαστικής διακονίας. Ετσι η Εκκλησία στηρίχθηκε όλο και περισσότερο στο δεκανίκι της Πολιτείας, η οποία εφάρμοσε το σύστημα της παροχής και αντιπαροχής, προκειμένου να τη δελεάσει και τελικώς να δηλητηριάσει και να στρεβλώσει τον εκκλησιαστικό οργανισμό.
Ακόμη και οι ανάσες που δόθηκαν όταν εφαρμόστηκε το σύστημα της εκλογής του εφημερίου από τους ενορίτες του, που αναλάμβαναν τη συντήρηση και μισθοδοσία του, σε συνδυασμό με εκλεγμένα εκκλησιαστικά συμβούλια, κράτησαν πολύ λίγο. Οι ρυθμίσεις ροκανίστηκαν και τελικώς καταργήθηκαν με αναγκαστικούς νόμους επί δικτατορίας Μεταξά.
Και η μεν δικτατορία τελείωσε, τα μέτρα όμως που έλαβε παρέμειναν και ξεχάστηκαν, ακόμη και από τη διοίκηση της Εκκλησίας, που εκείνη την εποχή είχε στραμμένη την προσοχή της στη διαχείριση κοσμικών αξιωμάτων.
Η ανάληψη της μισθοδοσίας του κλήρου από το Δημόσιο, αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το έτος 1945, ανακούφισε ασφαλώς τους, πολύ ολιγώτερους την εποχή εκείνη, κληρικούς, οδήγησε όμως αναποδράστως στη δημοσιοϋπαλληλοποίηση των λειτουργών της Ορθόδοξης Εκκλησίας που εντάχθηκαν στις μισθοδοτικές καταστάσεις της Πολιτείας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πρωτίστως δε με την ανασφάλεια που καλλιεργείται σήμερα για τη μισθοδοσία τους, καθώς Εκκλησία και Πολιτεία δεν έχουν ξεκαθαρίσει τους μεταξύ τους λογαριασμούς, αφού δεν έχει λυθεί το περιβόητο ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Και τούτο παρ’ ότι συνάφθηκαν δύο συμβάσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας για τη μοναστηριακή περιουσία, μία το έτος 1952 και άλλη το έτος 1988, οι οποίες μάλιστα κυρώθηκαν νομοθετικώς αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκαν… Διότι στη χώρα μας, όπως είναι γνωστό, η ψήφιση και θέση σε ισχύ ενός νόμου δεν σημαίνει, φευ, και την εφαρμογή του!
Επανειλημμένως, και από τη θέση αυτή, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η Εκκλησία πρέπει να προετοιμάζεται και να οργανώσει εγκαίρως τον απεγκλωβισμό της από την Πολιτεία, προτού αυτό της επιβληθεί εξαναγκαστικώς. Τέτοιες απόψεις δεν βρίσκουν βέβαια ευήκοα ώτα στη διοικούσα Εκκλησία και οι υποστηρικτές τους τοποθετούνται στο περιθώριο.
Αυτό ασφαλώς δεν αλλάζει τα πράγματα, γιατί η περιθωριοποίηση των προσώπων δεν καταργεί ούτε ακυρώνει τις απόψεις τους. Και αυτές, καλώς ή κακώς, επαληθεύονται. Η πορεία των πραγμάτων το καθιστά προφανές. Και οι καιροί απαιτούν την ανάδειξη νέων στρατηγικών.
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ