Κατοικώ σε έναν δρόμο όπου θέλεις δεν θέλεις συμμετέχεις στην προσωπική ζωή των γειτόνων. Τα μπαλκόνια σχεδόν ακουμπάνε μεταξύ τους, οι στριμωγμένες πολυκατοικίες δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον με… ακουστική που ανταγωνίζεται το Θέατρο της Επιδαύρου. Εκεί μεγάλωσα την εποχή που τα κολλημένα διαμερίσματα κατοικούνταν από νοικοκυραίους. Οι οποίοι φρόντιζαν, στη συντριπτική πλειονότητά τους, να είναι διακριτικοί ώστε να μην ενοχλούμε ο ένας τον άλλον: ποτέ δεν βάζαμε την τηλεόραση δυνατά, ποτέ δεν σέρναμε τις καρέκλες στο πάτωμα, ποτέ το ένα, ποτέ το άλλο… Πάμπολλες οι απαγορεύσεις, απαραίτητες, όμως, συνειδητοποιώ τώρα, για την αρμονική συμβίωση όσων στην Αθήνα «μάς πέταξε, άχου, η μαύρη μοίρα μας» – με έμφαση στο «άχου!».

Αχου, λοιπόν, ουρανόμηκες, γιατί οι νοικοκυραίοι έφυγαν – άλλοι από τη ζωή, άλλοι για τα χωριά τους –, φροντίζοντας να γίνει η ζωή όσων απομείναμε πιο δυσχερής. Δηλαδή, ενοικιάζοντας τα διαμερίσματά τους. Πού; Κυρίως σε ανθρώπους που είτε δεν γνώριζαν πώς συμβιώνουν αρμονικά οι πολλοί είτε δεν είχαν πρόθεση να το εφαρμόσουν. Αναφέρομαι σε μετανάστες από τα Βαλκάνια, αρκετοί εκ των οποίων, εκτός από εργατικά χέρια, έφεραν και τα μεθύσια τους, αλλά και σε Ελληνάρες που εμφανίστηκαν και εγώ δεν ξέρω από πού, με τον τσαμπουκά τους και τα βαριά λαϊκά τους. Ετσι ξεκίνησε η αλλοίωση της αστικής γειτονιάς μου. Ακολούθως, ορισμένοι νοίκιασαν σε έγχρωμους (κυρίως) οικονομικούς μετανάστες και τα υπόγεια που είχαν χτιστεί για να χρησιμοποιηθούν ως αποθήκες: στοιβάζοντάς τους σε ανήλιαγους τάφους, σαν ζωντανούς νεκρούς. Εκείνοι, οι ιδιοκτήτες, εκμεταλλευόμενοι την εισροή αλλοδαπών, έβγαζαν και από τη μύγα ξίγκι, και εμείς βλέπαμε τους δρόμους όπου μεγαλώσαμε να υποβαθμίζονται κι άλλο.

Και φθάσαμε στο 2012: γύρω μας άνθρωποι αγέλαστοι, κατσούφηδες και αγενείς. Ετσι σε κάνει ενίοτε η δυστυχία. Η φθορά εμφανής όπου κοιτάξεις, καθώς ούτε ο ιδιοκτήτης δίνει χρήματα για να συντηρηθεί το (πρώην) σπίτι του ούτε ο εξαθλιωμένος ενοικιαστής ενδιαφέρεται για το ερείπιο που τον φιλοξενεί. Κάτω από το ερείπιο, στο πεζοδρόμιο, παρατημένα μπουκάλια μπίρα, ενθύμια από το χθεσινό μεθύσι των Πολωνών που συναντώνται στη γωνία. Από τα ορθάνοιχτα παράθυρα τα κλαρίνα των Αλβανών που νοσταλγούν τους Αγιους Σαράντα και το «Top 10 της πίστας» της εξ Ελλάδος γαϊδούρας του τρίτου ορόφου. Δεν τολμάς να της κάνεις παρατήρηση, από φόβο μην το γυρίσει σε Ρουβά, γιατί τότε, εκτός από τις τεστοστερονούχες τσιρίδες του αοιδού, υφίστασαι και τον οργασμό της αγελάδας: «Αχ! Σάκηηηη!». Με τέτοια μουσική υπόκρουση η έγχρωμη του απέναντι υπογείου απλώνει την μπουγάδα της στο πεζοδρόμιο (πού αλλού;) και με την ευκαιρία μιλάει με όλο το σόι στο κινητό της, το οποίο δεν έχει σήμα στα έγκατα της γης όπου κατοικεί. Δεν γνωρίζω τι λέει, ακούω όμως τα πάντα, ένεκα της άριστης ακουστικής στην οποία προαναφέρθηκα.

Ετσι κυλάνε οι μέρες μου: με ελληνική μαγκιά, με αλβανοβουλγαρικοπολωνέζικα μεθύσια, με βραδιές αφρικανικής (υπο)κουλτούρας, όπου η βαριά μυρωδιά των φαγητών και ο θόρυβος των χειροκροτημάτων τρυπώνουν από το υπόγειο στο κρεβάτι μου μέσω του φωταγωγού, όταν προσπαθώ να ηρεμήσω. Βγαίνω να πάρω αέρα και συναντώ τους κακομοίρηδες με τα καρότσια των σουπερμάρκετ: ψάχνουν στα σκουπίδια προσθέτοντας στην πινακοθήκη μία ακόμη εικόνα απόγνωσης. Αυτά στο κέντρο της πρωτεύουσας, όπου κάποτε χαιρετούσαμε ο ένας τον άλλον χαμογελαστοί, οι θυρωροί έπλεναν καθημερινά τα πεζοδρόμια μπροστά στα σπίτια, τα (άδεια πλέον) μαγαζιά ήταν γεμάτα κίνηση. Και όπου σήμερα συμβιώνουμε, Ελληνες και ξένοι, με κόπο, συχνά ως εχθροί: σε γειτονιές όπου κανένας δεν θέλει κανέναν.

Γιατί τα λέω αυτά; Γιατί παρακολουθώ τις συζητήσεις για τις παρεμβάσεις ακροδεξιών και φασιστικών στοιχείων τα οποία, με δικαιολογία την… αφιλοκερδή συνεισφορά τους στην εξυγίανση της κοινωνίας, διασπείρουν εντέχνως την ιδεολογία τους, και απορώ με την έκπληξή μας, την αμηχανία μας, την άρνησή μας να αντικρίσουμε την πραγματικότητα. Μα, ο λόγος για τον οποίο αποκτούν δύναμη είναι ολοφάνερος: αφορά την αδυναμία του κράτους να εκπαιδεύσει και να προστατεύσει τον πολίτη. Τον Ελληνα και τον οικονομικό μετανάστη. Τον νόμιμο, αλλά και τον παράνομο, ο οποίος, όπως και αν έφθασε εδώ, παραμένει άνθρωπος που αξίζει τον σεβασμό μας. Αυτό το κράτος – όταν ακόμη μπορούσε να οργανώσει την πολυπολιτισμική κοινωνία που, ήταν εμφανές, είχε αρχίσει να δημιουργείται, όταν μπορούσε να βάλει όρους και στον Ελληνα (που εκμεταλλεύτηκε στυγνά τον αλλοδαπό και τώρα τον αποστρέφεται) και στον αλλοδαπό (που έφαγε ψωμί από τον Ελληνα και τώρα τον εχθρεύεται) – ασχολούνταν με τις ρεμούλες του. Σήμερα που έχασε τον έλεγχο της κατάστασης κάνει επιχειρήσεις-σκούπα και ψάχνει τρόπο να απομονώσει τα ακραία στοιχεία που σταλάζουν δηλητήριο στις ψυχές μας. Ομως, η δική του πολύχρονη νύχτα έφερε τη Χρυσή Αυγή. Και τώρα τι; Ή μένουμε εδώ και υπομένουμε την κόλαση ή αποχωρούμε ηττημένοι; Πίκρα! Δεν υπάρχει χειρότερο από το να σε διώχνει το ίδιο σου το σπίτι!