«Εχετε δει τι τιμές έχουν τα ξενοδοχεία στη Σαντορίνη; Μία σουίτα στην Οία κοστίζει και 2.000 ευρώ τη βραδιά». Με αυτό το ακράδαντο επιχείρημα ξενοδόχος των Κυκλάδων προσπαθούσε να με πείσει ότι τα τουριστικά καταλύματα στο δικό του νησί είναι φθηνά, επειδή αντίστοιχα δωμάτια τιμολογούνται από 300 έως 500 ευρώ. Αν το μέτρο είναι η συγκεκριμένη σουίτα της Οίας, τότε ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο άλλου νησιού στην Ελλάδα μπορεί να θεωρείται πολύ πιο προσιτό. Γιατί όμως η σύγκριση να είναι αυτή;

Δεν υπερασπίζομαι τα ξενοδοχεία της Σαντορίνης που κοστολογούν τη διαμονή 2.000 ευρώ τη βραδιά, αποτελούν όμως εξαίρεση στον κανόνα της χώρας, ακόμα και της Σαντορίνης. Η Καλντέρα άλλωστε αποτελεί διεθνή πόλο έλξης, χάρη στη μοναδικότητα της θέας στο ηφαίστειο. Από την άλλη η αξία της γης σε οικισμούς όπως η Οία είναι πολύ υψηλή, με αποτέλεσμα να μεταφέρεται και στις τιμές των καταλυμάτων. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν είναι μόνο το real estate που πληρώνεις. Είναι και μια σειρά υπηρεσιών που συνοδεύουν αυτά τα πολυτελή ξενοδοχεία, για να μπορούν να υποστηρίξουν την τιμή του δωματίου και να έχουν ανάλογη ζήτηση. Ενώ είναι λίγοι εκείνοι που κλείνουν αυτή την κατηγορία δωματίου με αυτή την τιμή για να μείνουν ένα δεκαήμερο.

Ετσι λοιπόν αν δεν ανήκεις στις εξαιρέσεις της Σαντορίνης και κοστολογείς ένα δωμάτιο ή μία σουίτα από 300 έως 500 ευρώ τη βραδιά, πρέπει τουλάχιστον, πέρα από τους τέσσερις τοίχους να προσφέρεις κάτι που να ξεχωρίζει και να δικαιολογεί την τιμή, για να καλύψεις τις προσδοκίες του επισκέπτη. Γιατί προφανώς απευθύνεσαι σε πελάτη υψηλού εισοδήματος, ο οποίος έχει ταξιδέψει, έχει δει και θα συγκρίνει. Και αν δεν μείνει ευχαριστημένος, την επόμενη φορά θα επιλέξει κάτι άλλο.

Η ποιότητα του «πακέτου» είναι αυτή που φέρνει και κρατά τους πελάτες. Αυτή αποτελεί τη βάση για την τελική τιμή. Δεν είναι τυχαία άλλωστε παραδείγματα ξενοδοχείων στην Ελλάδα που εφέτος γέμισαν χωρίς να ρίξουν εξευτελιστικά τις τιμές τους, έχουν προτεραιότητα τον πελάτη προσφέροντάς του ό,τι καλύτερο μπορούν σε εξυπηρέτηση. Και κάθε χρόνο περισσότερα.

Αν μη τι άλλο η Ελλάδα προσφέρει ως περιβάλλον και τοπίο μοναδικές δυνατότητες για το τουριστικό προϊόν. Δεν χρειάζεται παρά να συμβαδίσουν και τα υπόλοιπα. Ο άλλος δρόμος είναι το αγωνιώδες παζάρι με τον ταξιδιωτικό πράκτορα για το ποσοστό της έκπτωσης, η υιοθέτηση του αποκλειστικού «all inclusive» και η αναζήτηση λύσεων για τη μείωση του κόστους γιατί αλλιώς δεν «βγαίνει» η χρονιά. Αν όμως σε επιλέγουν με βάση την τιμή και όχι την ποιότητα, εκεί νομοτελειακά θα νικήσει ο φθηνότερος. Και σε αυτή την περίπτωση το «πηγάδι δεν έχει πάτο».