Στις σύγχρονες δημοκρατίες οι θεσμοί ισορροπούν πάνω σε τρεις αρχές: την αντιπροσώπευση, την κοινωνική λογοδοσία και την αποτελεσματικότητα. Ακόμη και ο κλασικότερος αντιπροσωπευτικός θεσμός, η Βουλή, δεν θεωρείται ότι λειτουργεί ικανοποιητικά εφόσον δεν λογοδοτεί, π.χ., για τους υψηλούς μισθούς του προσωπικού της, ή εφόσον δεν παράγει νομοθετικό έργο ποιότητας. Το πανεπιστήμιο, ως δημοκρατικός θεσμός, επίσης πρέπει να στηρίζεται στις τρεις αρχές. Ο παλιότερος νόμος-πλαίσιο (1282/1982), ψηφισμένος μετά την πτώση της δικτατορίας, εύλογα έριχνε το βάρος του υπέρ του εκδημοκρατισμού και της αντιπροσώπευσης στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, στο πλαίσιο του έντονου κομματικού ανταγωνισμού, η αντιπροσώπευση εκφυλίστηκε σε φατριασμό.
Ο νόμος 4009/2011, ο οποίος ανέτρεψε τον 1282/1982, εξισορρόπησε την αντιπροσώπευση με τη λογοδοσία και την αποτελεσματικότητα. Εδωσε σημασία όχι μόνο στο ποιος κυβερνά το πανεπιστήμιο αλλά και σε ποιους λογοδοτεί και τι παράγει το πανεπιστήμιο. Θέσπισε το Συμβούλιο, όργανο που υπάρχει στα πανεπιστήμια των 23 από τις 27 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και ρύθμισε την εκλογή των μελών του. Αυτά θα ήσαν τόσο εσωτερικά μέλη, δηλαδή καθηγητές πανεπιστημίου εκλεγμένοι από τους συναδέλφους τους, όσο και εξωτερικά μέλη, εκπρόσωποι της κοινωνίας που θα επιλέγονταν από τα εσωτερικά μέλη. Ο νόμος απέδωσε στο Συμβούλιο καθοδηγητικές αρμοδιότητες για τα σημαντικότερα θέματα του πανεπιστημίου, περιορίζοντας, όπως συνηθίζεται διεθνώς, τη Σύγκλητο σε ακαδημαϊκές αρμοδιότητες.
Επίσης ο νόμος ενίσχυσε τον θεσμό του κοσμήτορα, γιατί ταυτόχρονα ανέδειξε τον ρόλο της Σχολής της οποίας εκείνος προΐσταται. Οπως συμβαίνει σε ξένα πανεπιστήμια, η Σχολή θα προσέφερε διαφορετικά προγράμματα σπουδών στους φοιτητές, με έμφαση στη διεπιστημονικότητα που σήμερα λείπει από τα τμήματα-φέουδα των ελληνικών ΑΕΙ. Κατά τον νόμο 4009, οι κοσμήτορες των σχολών θα ήσαν υπόλογοι στο Συμβούλιο που θα τους είχε επιλέξει και θα τους επέβλεπε. Το σχήμα αυτό έχει κατηγορηθεί ως ολιγαρχικό. Η κατηγορία θα ήταν εύλογη αν ο κύριος σκοπός του πανεπιστημίου ήταν να διεξάγονται στο εσωτερικό του τίμιες και ελεύθερες εκλογές. Εναν χρόνο τώρα, κομματικές παρατάξεις, πρυτάνεις και μερίδα πανεπιστημιακών εστίασαν στο ποιοι θα εκλέγουν και θα εκλέγονται στα όργανα των ΑΕΙ, ως εάν το πανεπιστήμιο υπάρχει κυρίως ως αρένα εκλογικών αναμετρήσεων. Το πανεπιστήμιο υπηρετεί τη δημοκρατία και οι εκλογές για ορισμένες θέσεις του είναι απαραίτητες, οι σκοποί όμως του πανεπιστημίου είναι άλλοι, δηλαδή να συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη και στην ανοδική κοινωνική κινητικότητα, καθώς και να προάγει κριτικά τις επιστήμες.
Ο νόμος 4009 είχε προβλήματα, αλλά στηριζόταν σε μια σωστή ιδέα: για να μεταρρυθμίσεις το πανεπιστήμιο, πρέπει να αλλάξεις τον τρόπο διακυβέρνησής του. Το νομοσχέδιο που αλλάζει αυτόν τον νόμο αποτελεί ολική αντιμεταρρύθμιση, γιατί αφενός ανατρέπει την ισορροπία μεταξύ αντιπροσώπευσης, λογοδοσίας και αποτελεσματικότητας και αφετέρου πλήττει τον πυρήνα του νόμου 4009, δηλαδή την καθοδήγηση του πανεπιστημίου από το Συμβούλιο.
Οπως ισχυρίζονται οι υπερασπιστές της αντιμεταρρύθμισης, το νομοσχέδιο επιτυγχάνει τη δυαδικότητα στη διακυβέρνηση των ΑΕΙ ενισχύοντας τη Σύγκλητο. Δηλαδή, δημιουργεί φαινόμενα δυαρχίας (Συμβούλιο – Σύγκλητος) τα οποία μπορούν να παραλύσουν οργανώσεις λιγότερο σύνθετες από ένα πανεπιστήμιο. Με τον κυοφορούμενο νόμο το πανεπιστήμιο κλίνει πάλι προς το πρότυπο ενός θεσμού που δεν τον ενδιαφέρει να είναι αποτελεσματικός ως προς τους σκοπούς του. Του αρκεί να είναι νομιμοποιημένος, όχι από την κοινωνία αλλά από τα ίδια τα μέλη του. Το ίδιο σκεπτικό φαίνεται ότι υιοθετεί το νομοσχέδιο ως προς τον κοσμήτορα. Ο κοσμήτορας δεν θα επιλέγεται από το Συμβούλιο αλλά θα εκλέγεται από τους καθηγητές της κάθε Σχολής (μεταξύ τριών υποψηφίων που θα έχει επιλέξει το Συμβούλιο). Αρα ο κοσμήτορας, έχοντας πλέον δική του βάση νομιμοποίησης, δηλαδή τους ψηφοφόρους του, θα μπορεί να ακολουθεί τη δική του «πολιτική», καθ’ ότι εκλεγμένος από το ίδιο εκλογικό σώμα που εξέλεξε και το Συμβούλιο.
Συνοπτικά, προτού καν εφαρμοστεί ο νόμος 4009, που έφερνε τα ελληνικά πανεπιστήμια σε πορεία σύγκλισης με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά, επιχειρείται πορεία απόκλισης από αυτά, ενώ ταυτόχρονα τίθενται οι βάσεις για τη δημιουργία παραλυτικών φαινομένων στην οργάνωση και διοίκηση των ΑΕΙ.

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ