Η μεταδικτατορική μεταρρυθμιστική ρητορική στη χώρα μας θα κινδύνευε ίσως να χαρακτηρισθεί μονότονη, αν, πράγματι, δεν επεδείκνυε μια αξιομνημόνευτη αίσθηση χιούμορ κατά την προηγούμενη δεκαετία (επανίδρυση του κράτους, Δανία του Nότου κ.λπ.). Η αέναη «μεταρρυθμιστική εξέλιξη» στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης μπορεί να μην έφερε το ποθούμενο μεταρρυθμιστικό αποτέλεσμα, πέτυχε όμως την πολυνομία. Βέβαια η πολυνομία στον συγκεκριμένο χώρο δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αφού π.χ. και στη Γερμανία καταγράφεται κατ’ ελάχιστον μια σχετική νομοθετική τροποποίηση κάθε χρόνο. Ετσι, κανένας νόμος ως σήμερα από μόνος του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα εξαιρετικό και αύταρκες «νομοθετικό σύνολο». Ελάχιστες ίσως από τις νεοεισαγόμενες διατάξεις αποφεύγουν τον χαρακτηρισμό τους ως «μεταρρυθμίσεων». Η έλευση του Ν. 4009/2011 ανέδειξε νέες διαστάσεις του «μεταρρυθμιστικού φαινομένου».

Δημιούργησε πολύ γρήγορα έναν ιδιότυπο «μεταρρυθμιστικό φανατισμό», που όλως περιέργως επιδεικνύεται εντονότερα από τους «ακραιφνείς» και εκτός Πανεπιστημίου οπαδούς του. Την ακρότατη ίσως έκφανσή του βιώσαμε προσφάτως όταν, με αφορμή τις τελευταίες τροποποιήσεις, διατυπώθηκε κατ’ ουσίαν η αξίωση σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως συνταγματικής περιωπής και μη «αναθεωρητέες». Κύριο προς τούτο επιχείρημα η «ποσοτική» προσέγγιση της δημοκρατίας (255 ψήφοι). Μια τέτοια όμως αντίληψη στις μέρες μας ελάχιστα ίσως απέχει από την καταγραφόμενη από τον Δημοσθένη παράδοση των Λοκρών, σύμφωνα με την οποία «αν κάποιος θελήσει να προτείνει νέον νόμον, έχει τον βρόχον εις τον τράχηλον, και αν μεν φανεί ότι ο νόμος είναι καλός και χρήσιμος, ο προτείνων ζει και απέρχεται, ειδεμή θανατώνεται, αφού συρθεί ο βρόχος».

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Ν. 4009/2011 είναι το πιο πολυδιαφημισμένο νομοθετικό προϊόν. Οχι τόσο διότι εισφέρει λύσεις στα προβλήματα των ΑΕΙ, όσο για την ευρεία συναίνεση που τον γέννησε. Κατά την ταπεινή επιστημονική άποψή μου, ο νόμος αυτός αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα κακονομίας στην ελληνική νομοθετική ιστορία. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρομαι στις ρυθμίσεις περί κατανομής αρμοδιοτήτων και στη διαδικασία εκλογής καθηγητών και οργάνων διοίκησης, οι οποίες συνιστούν άλυτα νομικά σταυρόλεξα. Για τη γενικότερη γλωσσική και εκφραστική ανεπάρκεια του εν λόγω νόμου έχουν ήδη εκφρασθεί αρμοδιότεροι εμού. Η παθογένεια όμως αυτή δεν συνιστά μόνο ζήτημα αισθητικής, αλλά έχει βαθιές συνταγματικές συνέπειες. Η ασάφεια, οι αντιφάσεις και η πολυσημία πολλών ρυθμίσεών του καθιστούν αδύνατη μια αντικειμενική ερμηνεία, με αποτέλεσμα η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και η ασφάλεια δικαίου (ουσιαστικό θεμέλιο του κράτους δικαίου) να υπονομεύονται επικίνδυνα. Μια ελλειμματική γλωσσικά νομοθέτηση συνιστά κατ’ ουσίαν παραίτηση από τη νομοθετική λειτουργία και καταλείπει τη διαμόρφωση του δικαίου πρωτίστως στην εκτελεστική και στη δικαστική εξουσία. Οι Εγκύκλιοι κατά το λήξαν ακαδημαϊκό έτος ερμήνευαν τον νόμο κατά το δοκούν, δημιουργώντας νέο δίκαιο.
Το ελληνικό Πανεπιστήμιο αδιαμφισβήτητα βρίσκεται σε παρατεταμένη και σοβαρή κρίση. Οι ευθύνες για την κρίση βρίσκονται και εκτός, όπως και εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας. Τα κόμματα θα πρέπει να πάψουν να θεωρούν τα πανεπιστήμια παραγωγικές σχολές κομματικών στελεχών. Δυστυχώς, προβλήματα εσωτερικής δημοκρατίας (ιδίως στις χαμηλές βαθμίδες) ή ελλείμματα αξιοκρατίας και αμεροληψίας επίσης δεν είναι παντελώς άγνωστα στον ακαδημαϊκό χώρο. Πρόδηλο είναι όμως ότι τα φαινόμενα αυτά δεν αντιμετωπίζονται με λιγότερη διαφάνεια και ενίσχυση αυταρχικών θεσμών, όπως κάνει σε αρκετά σημεία του ο νέος νόμος: λ.χ. ανάθεση ακαδημαϊκών αρμοδιοτήτων στα συμβούλια του ιδρύματος χωρίς να έχουν αμιγώς ακαδημαϊκή σύνθεση, προεπιλογή υποψηφίων κοσμητόρων και πρυτάνεων με ασαφή κριτήρια, με αποτέλεσμα η τελική εκλογή να μπορεί να καταστεί υπόθεση μιας ομάδας υποψηφίων ή εκλογή καθηγητών ακόμη και από τέσσερις μόνο εκλέκτορες. Αναντίρρητα τα διλήμματα που τίθενται είναι πολλά και ποικίλα: ολιγομελή ή πολυμελή όργανα εκλογής καθηγητών, εκλογή των εκλεκτορικών αυτών από συλλογικό όργανο ή ορισμός τους από μονοπρόσωπο όργανο, απεριόριστο δικαίωμα εκλογής πρύτανη και κοσμήτορα ή για μία μόνο θητεία. Θεωρώ ότι τα ολιγομελή όργανα, και μάλιστα όταν ορίζονται από ένα πρόσωπο, παρέχουν λιγότερο εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης, όπως επίσης θεωρώ ότι πρώτιστο καθήκον ενός καθηγητή είναι η έρευνα και η διδασκαλία και όχι η διαρκής παρουσία του στα ακαδημαϊκά αξιώματα. Προφανώς ανατριχιαστικές σκέψεις θα προκαλούσε η ιδέα και μόνο για μεταφορά της ίδιας λογικής στο πολιτικό πεδίο. Οσο βαθιά κρίση και αν διερχόμαστε, η δημοκρατία μας χρειάζεται περαιτέρω «εκδημοκρατισμό» και όχι κατάλυση. Το «άγαλμα της ελευθερίας» δεν χρειάζεται σκοτεινό πέπλο, αλλά διαρκή φροντίδα και συντήρηση. Η ουσιαστική δημοκρατία δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τη «δημοκρατία του αντίχειρα» του Διαδικτύου (like – dislike), όπου το επιχείρημα εξοβελίζεται συνήθως από την ύβρη και τη συκοφαντία.
Οι πρόσφατες τροποποιήσεις επιχειρούν να βελτιώσουν την εικόνα και τη «λειτουργικότητα» του Ν. 4009/2011, χωρίς να θίγουν τη φιλοσοφία του. Οι ανάγκες γέννησής τους επιβεβαιώνουν αποκαλυπτικά ότι μάλλον θα βιώνουμε μια ατέρμονη «μεταρρυθμιστική» ή «αντιμεταρρυθμιστική περίοδο», ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός. Το πρόβλημα πάντως δεν λύνεται ούτε με φανατισμούς ούτε με οχυρώσεις τύπου Vauban, αλλά ούτε και με θυσίες στη θεά Πανάκεια. «Μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες» και σκληρή πραγματικότητα αποδεικνύεται ότι δύσκολα θα συμφιλιωθούν, όσο τουλάχιστον η τελευταία προσεγγίζεται με βάση περιχαρακωμένες κομματικές αντιλήψεις. Το πρόβλημα θα εξακολουθεί να παραμένει όσο ως κοινωνία δεν αποκτούμε κουλτούρα ουσιαστικού διαλόγου και συναίνεσης, καθώς και πραγματική «παιδεία ψυχής», όπως την εννοούσαν ο Κοραής και ο Ρουσό.

Ο κ. Κωνσταντίνος Ρέμελης είναι πρύτανης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ