Διαβάζοντας το άρθρο με τίτλο «Φωνήεντα και φθόγγοι» διαπιστώνω ότι ο συγγραφέας του θέτει αρκετά διαφορετικά θέματα, τα περισσότερα από τα οποία πιστεύω ότι εγκυμονούν κινδύνους σοβαρότερους από αυτούς που καταγγέλλει. Καταρχήν το πολιτικό θέμα: ποια μορφή της ελληνικής γλώσσας θα πρέπει να διδάσκεται στη δημοτική εκπαίδευση; η «επίσημη», όπως την ονομάζει ο κ. Τσαγκαράκης, νέα ελληνική; κάποια σύγχρονη διάλεκτος; κάποια από τις αρχαίες διαλέκτους; πολλές διαφορετικές διάλεκτοι; όλες οι αρχαίες και σύγχρονες διάλεκτοι; ο κατάλογος είναι μακρύς… Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η απάντηση σε αυτό δεν είναι θέμα επιστημονικής ανάλυσης, αλλά γλωσσικής πολιτικής (ή, ακριβέστερα, γλωσσικού σχεδιασμού). Με άλλα λόγια, η απόφαση για το ποια γλώσσα ή ποια μορφή γλώσσας διδάσκεται στα σχολεία ενός κράτους εναπόκειται στην πολιτεία και όχι, ή τουλάχιστον όχι αποκλειστικά, στα μέλη κάποιας επιστημονικής κοινότητας: αυτός είναι άλλωστε και ο τρόπος για να εκπροσωπούνται οι πολίτες στη λήψη μιας τέτοιας απόφασης. Εδώ είναι που έχουν θέση όλες οι κριτικές που έχουμε ακούσει μέχρι τώρα ότι οι γλωσσολόγοι δεν είναι οι μόνοι αρμόδιοι για τα γλωσσικά – και εδώ είναι που όλοι οι γλωσσολόγοι όχι μόνο θα συμφωνήσουν αλλά και θα επικροτήσουν κάθε πρωτοβουλία χάραξης πολιτικής σε εθνικό επίπεδο με πρωτεργάτη την πολιτεία.

Πιο λεπτό είναι το συνακόλουθο διδακτικό θέμα που εγείρεται από τις προτάσεις του κ. Τσαγκαράκη: είναι παιδαγωγικά δυνατόν να διδάσκονται παράλληλα περισσότερες από μία μορφές της γλώσσας στο δημοτικό και μάλιστα μέσω ενός μόνο διδακτικού εγχειριδίου; Ως μη ειδική, δεν σκοπεύω να εκφράσω άποψη, απλώς σημειώνω το ερώτημα που μου δημιουργήθηκε με βάση τις γνώσεις μου για το πόσο μεγάλη είναι η διαλεκτική ποικιλία στη γλώσσα μας, ιδίως αν λάβουμε υπόψη και τη διαχρονική της διάσταση.

Θα απαντήσω όμως στο τρίτο θέμα που εγείρεται, το οποίο είναι της απολύτου ειδικότητάς μου. Καταρχήν, να σημειώσω ότι ούτε όμοια ήταν τα 7 τα φωνήεντα της αρχαίας με αυτά της νέας ελληνικής, ούτε «είχαν ισάριθμους φθόγγους», όπως αναφέρεται στο κείμενο του κ. Τσαγκαράκη. Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ενιαίο αλφάβητο και τα διάφορα (κεφαλαιογράμματα) τοπικά αλφάβητα, τα λεγόμενα επιχώρια, που αντιστοιχούσαν σε πόλεις-κράτη ή σε μεγαλύτερες περιοχές, αναπαριστούσαν τους φθόγγους με διάφορους τρόπους ώστε να ανταποκρίνονται στις φωνητικές ιδιαιτερότητες των κατά τόπους διαλέκτων. Κανένα από τα αλφάβητα αυτά δεν διέθετε τόνους, πνεύματα ή διάκριση σε πεζά και κεφαλαία γράμματα. Oλα αυτά είναι μεταγενέστερες επινοήσεις, με τεχνολογική ή μνημοτεχνική χρησιμότητα που δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε.

Αυτά όμως είναι σχετικά γνωστά. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι όλες οι σημερινές νεοελληνικές διάλεκτοι έχουν τα ίδια πέντε φωνήεντα (για να μην παρεξηγούμαστε: τους ίδιους πέντε φωνηεντικούς φθόγγους) με την «επίσημη» νέα ελληνική. Αυτό που μπορεί να διαφέρει από διάλεκτο σε διάλεκτο είναι η κατανομή των φθόγγων αυτών στις διάφορες θέσεις που μπορεί να πάρουν μέσα σε μία λέξη και τα φωνητικά φαινόμενα που σχετίζονται με αυτούς, για παράδειγμα ανάλογα με το αν τονίζονται ή όχι. Για παράδειγμα, στα ελληνικά της Κάτω Ιταλίας λέμε «αλουπούδα» και όχι «αλεπού», αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η διάλεκτος δεν διαθέτει το φθόγγο ε, αλλά ότι ο συγκεκριμένος φθόγγος δεν εμφανίζεται στη συγκεκριμένη λέξη: στην ίδια διάλεκτο λέμε «παιδί» και όχι «πιδί» ή «πδι» όπως γίνεται στα βόρεια ιδιώματα όπου ο άτονος φθόγγος /e/ (ή μήπως θα έπρεπε να γράψω ο άτονος φθόγγος… αι;) χάνεται ή μετατρέπεται σε /i/ όταν δεν βρίσκεται σε τελική θέση.

Θα ήθελα να κλείσω όμως με δύο λόγια σχετικά με το τι σημαίνει όλη αυτή η συζήτηση. Παρατηρώ σε διάφορα από τα δημοσιεύματα που διαβάζω ότι στην τελευταία ή στις δύο τελευταίες παραγράφους εμφανίζεται ξαφνικά η λέξη «απλοποίηση», συνοδευόμενη από διάφορες αρνητικές συνυποδηλώσεις, π.χ. «οι γλωσσικές «απλοποιήσεις» και «διαφοροποιήσεις», όσο «αθώες» και αν φαίνονται…» ή «με την τάση για γλωσσική ‘απλοποίηση’ πολύ φοβούμαι πως…» και άλλα παρόμοια. Παίρνω τα παραδείγματα από το κείμενο του κ. Τσαγκαράκη μια που αυτό ήταν η αφορμή να αναφερθώ στο θέμα, αλλά μου φαίνεται σημαντικό να τονίσω ότι το φαινόμενο παρατηρείται και αλλού. Ποιος όμως και πότε μίλησε για απλοποίηση; Η λέξη εμφανίζεται εντελώς αιφνιδιαστικά, σαν λαγός που πετάγεται από καπέλο ταχυδακτυλουργού, και σαφώς εκφοβιστικά, χωρίς να σχετίζεται με το κείμενο που προηγείται. Εχω την υποψία, τι λέω, τη βεβαιότητα, ότι κάποιοι τη χρησιμοποιούν σαν ένα είδος μπαμπούλα που τρομάζει τα παιδάκια – μεγάλα παιδάκια που κάποιοι τους στέρησαν τη χαρά να μάθουν την ιστορία της γλώσσας τους. Και τώρα τους παρουσιάζουν όχι απλώς απλοποιημένα, αλλά χονδροειδώς υπεραπλουστευμένα κομμάτια της, κρύβοντας την πραγματική ποικιλία, τον πραγματικό γλωσσικό πλούτο της γλώσσας μας προκειμένου να υποστηρίξουν κάτι που κανείς δεν κατόρθωσε ακόμα να διατυπώσει με σαφήνεια. Ποιος λοιπόν μίλησε για απλοποίηση κύριε συνάδελφε;

*Η Μαριάννα Κατσογιάννου (katsoyannou.eu) είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου