Φυγόκεντρο και το προκείμενο μονοτονικό, αφού στο επίκεντρο τα συγκυβερνητικά μας πράγματα, ελεγχόμενα έτσι κι αλλιώς από τις ευρωζωνικές Βρυξέλλες, βρίσκονται ακόμη σε φάση απειλητικής ασάφειας, δοκιμάζοντας τα τεντωμένα νεύρα μας. Στο μεταξύ μονοτονίζεται σήμερα ένας μεγάλος ευρωπαίος ποιητής, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1875-1926), με δύο αντιπροσωπευτικά έργα του: νεανικό το ένα, ώριμο το άλλο, μεταφρασμένα και τα δύο από τη Μαρία Τοπάλη. Προηγήθηκαν πέρσι τον Απρίλιο οι δώδεκα Ελεγείες του Ντουίνο, στις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ. Πρόσφατα εξάλλου κυκλοφόρησαν, από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, οι «δεκατρείς ιστορίες αγάπης» με τον επίτιτλο Κισμέτ.
Υποδειγματική δουλειά και στις δύο συνεισφορές, εμφανέστερη στις Ελεγείες. Οπου η μετάφραση συνοδεύεται από το πρωτότυπο κείμενο και περιβάλλεται με εύστοχα σχόλια, με μια αποκαλυπτική επιστολή του Ρίλκε, με τεκμηριωμένο Επίμετρο και με αυστηρή επιλογή βιβλιογραφίας.
Δυο λόγια εφεξής επί της ουσίας, που αντιγράφουν σχεδόν αυτολεξεί όσα διαβάστηκαν στις 26 του περασμένου μήνα, σε συστατική εκδήλωση του κορυφαίου αυτού έργου. Οπου ακούστηκαν τρεις Ελεγείες (ακέραιες η τρίτη και η όγδοη, ενμέρει η δεύτερη) και ομολογήθηκε πότε και πώς σημάδεψαν τα φοιτητικά μου χρόνια, μεταφρασμένες το 1953, με γνώση και ευαισθησία, από τον πρόωρα χαμένο Χαράλαμπο Τζανετάκη.
Εκείνη η πρώιμη και πρώτη αναγνωστική ανταπόκριση υπήρξε πάντως καταλυτική: αυτόματη και ανεμπόδιστη, συγχρονίστηκε με την πολιτική και θρησκευτική αγωνία της ηλικίας και της εποχής, κι έμεινε ανεξίτηλη. Αίσθηση που επικυρώθηκε και τις προάλλες, με αφορμή τη, νέα τώρα, καίρια μετάφραση της Μαρίας Τοπάλη, η οποία διαθέτει τρεις δυσεύρετες, κατά τη γνώμη μου, μεταφραστικές αρετές, που σέβονται το ήθος και το ύφος του πρωτότυπου κειμένου. Τις καταλογίζω με οριακή συντομία.
Η μετάφραση δεν μελωδεί. Προσηλωμένη στον εσωτερικό ρυθμό του ποιητικού λόγου, ανταποκρίνεται προπαντός στη φυσική του αναπνοή: στις διαδοχικές εισπνοές και εκπνοές που λανθάνουν στο γραμμένο κείμενο, προκειμένου να ευοδωθεί η ενδιάθετη ακρόασή του.
Η μετάφραση δεν αισθηματολογεί. Γιατί στην προκειμένη περίπτωση σημασία δεν έχουν τα δευτερογενή αισθήματα αλλά οι πέντε πρωτογενείς αισθήσεις: η γεύση, η οσμή, η αφή, η όραση και κυρίως η ακοή, που είναι ο ορισμός και ο προορισμός της γνήσιας ποίησης.
Η τρίτη αρετή δύσκολα μετονομάζεται. Ισως το κρυφό της όνομα ακούει στη λέξη «νόημα»: εννοούμενο ως διάχυτο, αταξινόμητο, αμοίραστο (ανθρωπολογικό και κοσμολογικό) ορόσημο, στο οποίο προσβλέπει, όσο και όπως μπορεί, ο ποιητής. Υπό τον όρο ότι οι λέξεις του το αναγνωρίζουν από κάποια απόσταση, δίχως ποτέ να το αναπληρώνουν, προσέχοντας το αμίλητο περίγραμμά του. Παράδειγμα το τέλος από τη συγκλονιστική Ογδοη Ελεγεία, αφιερωμένη από τον Ρίλκε στον φίλο του φιλόσοφο Ρούντολφ Κάσσνερ (1873-1959):
«Κι εμείς: παντού και πάντα θεατές, / προσκολλημένοι σ’ όλα αυτά, ποτέ πιο έξω! / Μας κατακλύζουνε. Τα βάζουμε σε τάξη. Καταρρέουν. / Τα ξαναβάζουμε στη θέση τους / κι ύστερα καταρρέουμε εμείς. //
Ποιος τάχα να μας γύρισε απ’ την άλλη, που / ό,τι κι αν κάνουμε κρατάμε τη στάση ενός / που αναχωρεί; / Στέκεται στον τελευταίο λόφο, / κοιτά για ακόμα μια φορά στο βάθος της κοιλάδας του, / στρέφεται, σταματά, χασομερά – / έτσι κι εμείς ζούμε και αποχαιρετάμε διαρκώς.»
Επιλέγονται δύο περιφερειακά συστατικά στοιχεία, από όσα με φειδώ και προσοχή σημειώνει στο Επίμετρό της η Μαρία Τοπάλη. Το ένα παραπέμπει σε μια σημαδιακή σύμπτωση: Οι Ελεγείες του Ντουίνο (συντελεσμένες μέσα σε δέκα ολόκληρα χρόνια) κυκλοφόρησαν το 1922: συγχρονίστηκαν επομένως με την κυκλοφορία της Ερημης Χώρας του Ελιοτ και του Οδυσσέα του Τζόυς. Το άλλο στοιχείο εντοπίζεται στο κεφάλαιο της πρόσληψης του έργου, όπου στα καθ’ ημάς συμμετέχει ανέλπιστα και ο Αγγελος Σεφεριάδης. Αδελφός του Γιώργου Σεφέρη, σπουδασμένος στη Χαϊδελβέργη, ποιητής ο ίδιος, εντρύφησε στην ποίηση του Ρίλκε, δοκιμάζοντας μάλιστα να μεταφράσει δύο πρώιμα έργα του.
Ισως σ’ αυτόν οφείλει ο νομπελίστας ποιητής το επαναλαμβανόμενο θέμα του «αγγέλου», που εγκαινιάζεται ήδη στο Μυθιστόρημα του 1935, ως πρώτη μάλιστα λέξη του: Τον άγγελο / τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια. Θα τα ξαναπούμε ελπίζω στα μέσα Αυγούστου, με τον δικό του άγγελο καθένας μας στο πλάι – αν έχει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ