Όλοι σήμερα μιλάμε και επιθυμούμε την ανάπτυξη. Ας έχουμε κατά νου όμως ότι – με εξαίρεση την περίοδο 1996-2007, στη διάρκεια της οποίας υπήρξε ανάπτυξη στην Ελλάδα αλλά ήταν προσωρινή και στηριγμένη στο δανεισμό – η χώρα μας χαρακτηρίζεται από οικονομική στασιμότητα από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Άρα, αυτό το οποίο επιθυμούμε δεν είναι κάτι που χάσαμε στη διάρκεια της σημερινής κρίσης, αλλά κάτι, που ουσιαστικά, δεν έχουμε ποτέ κατακτήσει τα τελευταία 35 περίπου χρόνια. Απλά τώρα η ανάγκη για ανάπτυξη είναι θέμα ατομικής και συνολικής επιβίωσης.

Σε όλο τον κόσμο, η ανάπτυξη συνοδεύεται από τεχνολογική πρόοδο, βελτίωση του ανθρωπίνου κεφαλαίου και αύξηση των επενδύσεων. Το βασικό ερώτημα είναι γιατί κάποιες χώρες βελτιώνουν την τεχνολογία και το ανθρώπινο κεφάλαιο και αυξάνουν τις επενδύσεις τους, ενώ κάποιες άλλες – όπως η Ελλάδα – όχι. Όλες σχεδόν οι εμπειρικές μελέτες, από πολλές χώρες και για αρκετή χρονική περίοδο, δείχνουν ότι μια από τις πιο σημαντικές προϋποθέσεις είναι η «ποιότητα των θεσμών». Στην οικονομική επιστήμη, με τον όρο θεσμούς εννοούμε κοινωνικούς κανόνες και συνήθειες, ρυθμίσεις, νόμους και πολιτικές που επηρεάζουν τα κίνητρα των οικονομικών φορέων και ειδικά τη διάθεσή τους να συσσωρεύσουν τεχνολογία, ανθρώπινο και φυσικό κεφάλαιο. Σε όλες τις κοινωνίες, οι οικονομικοί φορείς δρουν εποικοδομητικά, τόσο για τον εαυτό τους όσο και για το σύνολο, αν ανταμείβονται για αυτό. Η ποιότητα των θεσμών ενθαρρύνει ή εμποδίζει την υλοποίηση αυτής της ανταμοιβής, και άρα οι καλοί θεσμοί αποτελούν βασικό μοχλό ανάπτυξης.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι μέτρησης της ποιότητας των θεσμών, π.χ. δείκτες μέτρησης της προστασίας των νομίμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, του βαθμού εμπιστοσύνης στην κοινωνία, της εφαρμογής των νόμων, της ποιότητας του ρυθμιστικού συστήματος, κλπ. Αν και οι δείκτες αυτοί δεν είναι χωρίς προβλήματα, όλοι σχεδόν φανερώνουν ότι η Ελλάδα ανήκει στις χώρες της Ευρώπης με τους χειρότερους θεσμούς. Συγκεκριμένα, υπάρχει χειροτέρευση από περίπου το 2002, και από το 2008 η Ελλάδα εμφανίζεται με τον χειρότερο δείκτη προστασίας των νομίμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στην Ευρωζώνη και από τις χειρότερες σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη Βουλγαρία και Ρουμανία. Σημειωτέον ότι οι δείκτες αυτοί δεν είναι ίδιοι με άλλους δείκτες που μετρούν τη διαφθορά και τη μακροοικονομική σταθερότητα, που είναι οι χειρότεροι σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Εμπειρικές μελέτες για την Ελλάδα επιβεβαιώνουν τη σημασία των θεσμών. Αλλά, οι καταστρεπτικές, ή καλύτερα αυτοκαταστρεπτικές, συνέπειες της κακής ποιότητας των θεσμών δεν περιορίζονται στην ανάπτυξη. Οι κακοί θεσμοί, και ειδικότερα η χειροτέρευσή τους από το 2008, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο και στην εκτόξευση των επιτοκίων, των λεγομένων spreads. Συγκεκριμένα, τα ελληνικά spreads φαίνεται να ερμηνεύονται, όχι μόνο από την διόγκωση του δημοσίου και εξωτερικού χρέους, αλλά και από τη πρόσφατη χειροτέρευση της ποιότητας των θεσμών.

Η κακή ποιότητα θεσμών συνήθως κρύβει μια σύγκρουση για τη διανομή του εισοδήματος και πλούτου. Αυτή η σύγκρουση οδηγεί σε μια συρρίκνωση του συνολικού προϊόντος, με αποτέλεσμα ακόμα και αυτές οι ομάδες που φαίνονται σαν κερδισμένες να είναι στην ουσία χαμένες αφού απλά καταλήγουν με ένα μεγαλύτερο κομμάτι μιας μικρότερης πίτας. Η αναδιανομή, αναγκαία και επιθυμητή σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία, πρέπει να γίνεται με άλλους τρόπους, και όχι μέσω της χειροτέρευσης της ποιότητας των θεσμών.

Πιστεύουμε ότι ένα καθοριστικό εμπόδιο για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας μας στην τρέχουσα συγκυρία είναι οι κακοί, και συνεχώς επιδεινούμενοι, θεσμοί. Αυτό που χρειάζεται είναι ένας μηχανισμός που να μπορέσει να σπάσει το φαύλο κύκλο της κοινωνικά επιζήμιας σύγκρουσης και να συντονίσει μια βελτίωση των θεσμών. Αλλά ποιος θα μπορέσει να συντονίσει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα;

*Οι κ.κ. Βαγγέλης Βασιλάτος και Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι αντίστοιχα επίκουρος καθηγητής και καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.