Μεταφέρεται επεξεργασμένη η συμμετοχή μου στη μνημόσυνη αναπόληση του Νίκου Θέμελη, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 6 Απριλίου από τη Διοικητική Επιτροπή του Μουσείου Μπενάκη και τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Δύο θέματα συνέπεσαν στην προσωπική μου συνεισφορά.
Το πρώτο εννοεί τον βαθύ πόνο που δοκιμάσαμε όλοι χάνοντας, στην άφιλη εποχή μας, έναν σπάνιο φίλο. Ο χώρος δεν με παίρνει να εξειδικεύσω την έμπρακτη φιλία του Νίκου Θέμελη και απέναντί μου. Να πω μόνο ότι χωρίς τη δική του αποτελεσματική συμπαράσταση το συνεργατικό πρόγραμμα Αρχαιογνωσίας και Αρχαιογλωσσίας στη Μέση Εκπαίδευση, που αποτυπώθηκε σε επτά συνεργατικά εγχειρίδια, εκπονημένα μέσα σε δέκα χρόνια, δημοσιευμένα σε άρτιες εκδόσεις του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, δεν θα είχε φτάσει στο γόνιμο πέρας του.
Υπενθυμίζω ότι πρόκειται για ενιαία, πειραματικά εγχειρίδια, με διαταξικό προορισμό, εκτός της σχολικής μηχανής αποστήθισης και αντιγραφής, σκοπεύοντας, για πρώτη φορά απ’ όσο ξέρω, στην ισότιμη γεφύρωση αρχαιογνωσίας και νεογνωσίας αφενός, αρχαιογλωσσίας και νεογλωσσίας αφετέρου.
Διάμεσος αγωγός της ρηξικέλευθης αυτής ιδέας και πράξης υπήρξε ο Νίκος Θέμελης, τόσο προς τον αρμόδιο τότε υπουργό Παιδείας Πέτρο Ευθυμίου όσο και προς τον τέως πρωθυπουργό της χώρας Κώστα Σημίτη, ο οποίος έδειξε ένθερμο ενδιαφέρον, παρακολουθώντας προσωπικά την εξέλιξη του συγκεκριμένου έργου. Στον Θέμελη εξάλλου οφείλεται και η ανταπόκριση πρόθυμων χορηγών, όταν άλλοι υπεύθυνοι φορείς παρέμειναν ασυγκίνητοι, με προκλητικό παράδειγμα την Ακαδημία Αθηνών.
Το δεύτερο θέμα της προσωπικής μου αναπόλησης εντοπίστηκε στην απρόβλεπτη πεζογραφική έκρηξη του Νίκου Θέμελη. Η οποία ξεκίνησε το 1998 με την «Αναζήτηση» και συνεχίστηκε με την «Ανατροπή» (2000) και την «Αναλαμπή», (2003), συμπληρώνοντας έτσι μια ιδρυτική τριλογία. Που τη διαδέχθηκε η επομένη τετρακτύς, με διαδοχικούς σταθμούς τα μυθιστορήματα «Για μια συντροφιά ανάμεσά μας» (2005), «Μια ζωή δυο ζωές» (2007), «Οι αλήθειες των άλλων» (2008) και «Η συμφωνία των ονείρων» (2010). Περιττεύει να πω ότι τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος πεζογραφικός κύκλος βρήκαν ευρύτατη αναγνωστική υποδοχή και κριτική αναγνώριση. Προφανώς επειδή με τη μυθοπλασία, την πλοκή, το ήθος και το ύφος τους τα πεζογραφικά αυτά κείμενα προκαλούν την αυτόματη συμπάθεια του αναγνώστη, ο οποίος διαισθάνεται ότι, πέραν της παρεχόμενης τέρψης, του προσφέρεται ιστορική, πολιτική και πολιτισμική αυτογνωσία.
Προσωπικά με σταμάτησε περισσότερο η ιδρυτική τριλογία με τους στακάτους, μονολεκτικούς τίτλους της. Ειδικότερα η «Αναλαμπή», όπου αποστάζεται η κρισιμότερη μάλλον περίοδος του Νέου Ελληνισμού, με κρίσιμο σήμα την αρχή του εικοστού αιώνα και καταλυτικό σταθμό τη δικτατορία του Μεταξά. Προσηλωμένη όχι μόνον στον ελλαδικό χώρο αλλά και σε δύο κοσμοπολιτικά κέντρα: το ευρωπαϊκό Βερολίνο και τη μικρασιατική Σμύρνη.
Η αντανάκλαση εξάλλου της «Αναλαμπής», συνδυάζοντας διακριτικά νεωτερικά και παραδοσιακά αφηγηματικά στοιχεία, διαχέεται στο πλαίσιο ενός αστικού οικογενειακού θυλάκου, στο εσωτερικό του οποίου ανήκουν και, λίγο-πολύ, παγιδεύονται με τις αποκλίνουσες (δημόσιες και ιδιωτικές) επιλογές τους τα περιφερειακά και τα κύρια πρόσωπα της αφήγησης. Εξέχει ιδιαιτέρως ένα συγγενικό ζεύγος που λειτουργεί και ως ιδεολογικός καταλύτης της μυθοπλασίας.
Πρόκειται για τον υποκορισμένο Δημητράκη και τον εκ γενετής νόθο Στέφανο. Θείος ο ένας και ανεψιός ο άλλος. Ιδεολόγος μέχρι ιδεοληψίας ο πρώτος, αναλαμβάνει τον ρόλο ερασιτέχνη παιδαγωγού για τον δεύτερο, που αποδείχνεται καταρχήν πρόθυμος μαθητής. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη τους εκπέμπει για κάμποσο καιρό μιαν υποσχετική λάμψη, η οποία όμως εφεξής εξελίσσεται σε φθίνουσα αναλαμπή: ο θείος απελπισμένος αυτοκτονεί, ενώ η αυτοκτονική απόπειρα του ανεψιού καθ’ οδόν ματαιώνεται, εκβάλλοντας σε κοινωνικό και επαγγελματικό συμβιβασμό. Από την άποψη αυτή το ζεύγος ασυμβίβαστου θείου και συμβιβασμένου ανεψιού συστήνει έναν τύπο μελαγχολικού Bildungsroman, που επανέρχεται και σε επόμενα μυθιστορήματα του Νίκου Θέμελη, παραπέμποντας σε διάσημα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Υποσημειώνεται ότι τα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται αύξουσα φιλίστορη πεζογραφία στον τόπο μας, στο πλαίσιο της οποίας τα επτά μυθιστορήματα του Νίκου Θέμελη συμβάλλουν, με την ταξική τους προσήλωση και την πολιτική τους οξυδέρκεια, στη νηφάλια απογραφή της. Από την άποψη αυτή ευνοούν την άσκηση συστηματικής συγκριτικής μελέτης στο ρευστό, λογοτεχνικό και ιδεολογικό, περιβάλλον της προβληματικής εποχής μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ