Υπάρχει κάτι εγγενώς αγχωτικό στο να είσαι επιθετικός. Δεν υπάρχει θέση στο ποδόσφαιρο που να είναι τόσο αδυσώπητη, τόσο απογυμνωμένη από το δικαίωμα στο λάθος. Το γκολ είναι είτε επιτυχία είτε αποτυχία. Δεν υπάρχει ενδιάμεσο, δεν υπάρχει περιθώριο για υποκειμενικές ερμηνείες. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Σκοράρεις και είσαι ήρωας. Αποτυγχάνεις και είσαι απλώς κάποιος που δεν τα κατάφερε. Οι επιθετικοί δεν έχουν την πολυτέλεια των χαφ να χτίσουν παιχνίδι, ούτε τη δυνατότητα των αμυντικών να «διορθώσουν» λάθη. Ζουν και πεθαίνουν στη ζώνη της μεγάλης περιοχής. Και σε αυτό το άτεγκτο περιβάλλον, ο Αλέκος Αλεξανδρής άντεξε, διακρίθηκε, κυριάρχησε.
Το 1994, η ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Ο Παναθηναϊκός βρίσκεται στο απόγειο της κυριαρχίας του, η ΑΕΚ προσπαθεί να κρατηθεί στην κορυφή και ο Ολυμπιακός – με μια φανέλα βαρύτερη από την Ιστορία – μετράει επτά χρόνια χωρίς πρωτάθλημα, κάτι που για τους οπαδούς του δεν είναι απλώς απαράδεκτο, αλλά σχεδόν κοσμογονικό γεγονός.
Στο μεταξύ, το ελληνικό ποδόσφαιρο ταλανίζεται από κακές διαιτησίες, κακές διοικήσεις και μια ατελείωτη σειρά από «περίεργα» αποτελέσματα, που για έναν εξωτερικό παρατηρητή φαντάζουν ως ένα κολάζ από μια κακή νουάρ αφήγηση.
Το γκολ δεν ήταν ποτέ για εκείνον θέμα αισθητικής, αλλά καθήκοντος. Και το εκπλήρωνε με συνέπεια…
Με τρία πρωταθλήματα
Ο Αλέκος Αλεξανδρής είναι ήδη ένα γνωστό όνομα. Ερχεται από την ΑΕΚ, όπου έχει κατακτήσει τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα και έχει αναδειχθεί πρώτος σκόρερ, αλλά το ενδιαφέρον δεν είναι μόνο στατιστικό. Ο Αλεξανδρής έχει το ένστικτο του σκόρερ, το βλέμμα ενός ανθρώπου που ξέρει ότι ένα γκολ δεν είναι απλώς ένα γκολ. Είναι ένα γεγονός, μια στιγμή που σταματάει τον χρόνο.
Ο ερχομός του στον Ολυμπιακό δεν είναι απλώς μια μεταγραφή, αλλά ένα σημείο καμπής. Για πρώτη φορά έπειτα από καιρό, οι φίλοι του Ολυμπιακού βλέπουν κάποιον που μπορεί να βάζει την μπάλα στο πλεκτό με τέτοια συνέπεια, που να αλλάζει την ίδια τη ροή της ιστορίας του συλλόγου.
Το πρώτο πράγμα που καταλαβαίνει κανείς βλέποντας τον Αλεξανδρή είναι ότι δεν μοιάζει με τους σύγχρονους «τεχνικούς» επιθετικούς που έχουν μια εμμονή με το «πώς» σκοράρουν. Ο Αλεξανδρής δεν ενδιαφέρεται για το στυλ, για τη γωνία της κάμερας ή για το αν το γκολ θα δείχνει όμορφο στα highlights της επόμενης ημέρας. Ενδιαφέρεται μόνο για το αποτέλεσμα.
Το γκολ του μπορεί να είναι ένα βίαιο σουτ από το πουθενά ή μια απλή προβολή από το μισό μέτρο. Μπορεί να είναι ένα ψαλίδι, μπορεί να είναι ένα πέναλτι, μπορεί να είναι ένα τυχαίο ριμπάουντ που απλώς κατέληξε στα δίχτυα επειδή ήταν εκεί, στη σωστή θέση, τη σωστή στιγμή. Και αυτό είναι το πιο φοβερό: ο Αλεξανδρής ήταν πάντα εκεί.
Το 1996-97, ο Ολυμπιακός σπάει την κατάρα των εννέα πλέον ετών και επιστρέφει στην κορυφή. Το πρωτάθλημα είναι κόκκινο. Ο Αλεξανδρής τελειώνει τη σεζόν με 23 γκολ. Πρώτος σκόρερ. Ο άνθρωπος που παίρνει πάνω του το βάρος μιας ποδοσφαιρικής δυναστείας που χτίζεται από την αρχή.
Και μετά, η αλήθεια αποδεικνύεται πιο σκληρή: το ποδόσφαιρο δεν έχει «μία μεγάλη στιγμή», αλλά πολλές μικρές που απαιτούν την ίδια ένταση κάθε φορά. Και ο Αλεξανδρής ξαναπαίρνει την ομάδα από το χέρι. 1997-2003. Επτά πρωταθλήματα. Ολυμπιακός, ο απόλυτος κυρίαρχος. Ο Αλεξανδρής σκοράρει σε κάθε σεζόν, κάθε χρονιά, με τον ίδιο τρόπο, την ίδια αφοσίωση, την ίδια εμμονή.
Μετά την αποχώρησή του από τον Ολυμπιακό, αγωνίστηκε για λίγο στον Ατρόμητο και έπειτα στην Κύπρο, πριν κλείσει την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής. Ωστόσο, το πάθος του για το ποδόσφαιρο δεν σταμάτησε εκεί. Στη συνέχεια, ασχολήθηκε με την προπονητική και τις ακαδημίες νέων παικτών, μεταφέροντας την εμπειρία και το ένστικτό του στη νέα γενιά.
Ο Αλέκος Αλεξανδρής παραμένει μια εμβληματική φιγούρα για τους φίλους του Ολυμπιακού και γενικότερα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Το όνομά του είναι συνώνυμο της αποτελεσματικότητας, της συνέπειας και της απόλυτης αφοσίωσης στο γκολ. Ακόμη και χρόνια μετά την απόσυρσή του, η επιρροή του στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι αισθητή, καθώς συνεχίζει να αποτελεί έμπνευση για τους νεότερους επιθετικούς που θέλουν να αφήσουν το δικό τους στίγμα στο άθλημα.
Στην πορεία του στον Ολυμπιακό συνεργάστηκε με προπονητές όπως ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, ο Τάκης Λεμονής και ο Ολεγκ Προτάσοφ, προσαρμοζόμενος στις διαφορετικές φιλοσοφίες τους. Κάθε ένας από αυτούς είχε το δικό του όραμα για την ομάδα, αλλά ο Αλεξανδρής βρήκε τον τρόπο να ταιριάξει σε κάθε σύστημα, είτε ως βασικός στράικερ είτε ως υποστηρικτικός επιθετικός. Η ικανότητά του να ελίσσεται μέσα σε διαφορετικά πλάνα δείχνει το ποδοσφαιρικό του IQ και τη συνολική του συνεισφορά στην ομάδα.
Ο Ολυμπιακός της εποχής εκείνης ήταν μια μηχανή παραγωγής ποδοσφαιρικών επιτυχιών, με παίκτες όπως ο Σίνισα Γκόγκιτς, ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς και ο Γιώργος Αμανατίδης. Ο Αλεξανδρής ήξερε πώς να αξιοποιεί τους συμπαίκτες του, να δημιουργεί χώρους και να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες. Δεν ήταν μόνο σκόρερ, αλλά και μέλος μιας δυνατής επιθετικής γραμμής που διέλυε κάθε άμυνα στο ελληνικό πρωτάθλημα. Η συνεργασία του με τον Τζόρτζεβιτς, ειδικά, έμεινε αξέχαστη, καθώς οι δυο τους συνδυάζονταν άψογα σε πολλές κρίσιμες στιγμές.
«Σήμαδι» του τα απίθανα βολ-πλανέ του. Γκολ απο εκείνα που γίνονται σήμα σε αθλητικές τηλεοπτικές εκπομπές
Απίστευτη πειθαρχία
Ο χαρακτήρας του Αλέκου Αλεξανδρή αντικατοπτρίζει την αφοσίωση και τη σκληρή δουλειά. Ηταν ένας αθλητής με απίστευτη πειθαρχία, ένταση στο παιχνίδι του και προσήλωση στον στόχο. Δεν ήταν απλώς ένας σκόρερ, αλλά ένας ηγέτης στο γήπεδο, που με το πάθος του ενέπνεε τους συμπαίκτες του.
Το κορυφαίο γκολ της καριέρας του ίσως ήταν εκείνο απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης στο ΟΑΚΑ. Μια στιγμή μαγείας, όταν υποδέχτηκε την μπάλα εκτός περιοχής, την κοντρόλαρε άψογα και με ένα εκρηκτικό σουτ την έστειλε στα δίχτυα του Ικερ Κασίγιας. Το γήπεδο σείστηκε, η κερκίδα πανηγύρισε έξαλλα και ο ίδιος πανηγύρισε με τον χαρακτηριστικό τρόπο του, τρέχοντας με τα χέρια υψωμένα. Αυτό το γκολ δεν ήταν απλώς μια στιγμή λάμψης, αλλά μια επιβεβαίωση της ποιότητάς του ως ένας από τους καλύτερους έλληνες επιθετικούς όλων των εποχών.
Υπάρχει κάτι σχεδόν ποιητικά αναπόφευκτο στο γεγονός ότι ο Αλέξης Αλεξανδρής επιστρέφει στον Ολυμπιακό σε ρόλο που απαιτεί διορατικότητα, εμπειρία και μια σχεδόν σωματοποιημένη γνώση του παιχνιδιού. Ο Αλεξανδρής δεν είναι απλώς μια ιστορική φιγούρα του συλλόγου. είναι ένα όνομα που λειτουργεί σαν κώδικας μεταξύ οπαδών, σαν σύνθημα που πυροδοτεί μνήμες συγκεκριμένων γκολ, συγκεκριμένων πανηγυρισμών, εποχών όπου το ποδόσφαιρο φαινόταν πιο άμεσο, πιο αυθεντικό.
Η μετάβασή του στο τμήμα σκάουτινγκ των ακαδημιών δεν είναι μια απλή επαγγελματική στροφή.είναι μια φυσική εξέλιξη, σχεδόν σαν ο ίδιος να ήταν προορισμένος να επιστρέψει για να διασφαλίσει πως η μελλοντική γενιά του Ολυμπιακού θα φέρει μέσα της το ίδιο DNA. Δεν είναι απλώς ένας βετεράνος που παίρνει έναν συμβολικό ρόλο.είναι ένας φορέας του Ολυμπιακού κώδικα, που τώρα αναλαμβάνει την αποστολή να τον περάσει στους επόμενους.