Απομένουν λιγότερες από 30 ημέρες ως τις εκλογές και οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να αναδεικνύουν το μείζον πολιτικό πρόβλημα: την πιθανότητα να προκύψει Βουλή στην οποία θα συμμετέχουν από έξι ως δέκα κόμματα που δεν θα μπορούν να συνεργαστούν μεταξύ τους για να σχηματίσουν κυβέρνηση, πολύ περισσότερο για να εφαρμόσουν τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Ακόμη και αν ΠαΣοΚ – ΝΔ εξασφαλίσουν τους 150 βουλευτές και συνεννοηθούν ώστε να συγκυβερνήσουν, η πιθανότητα να παραμείνει η χώρα επί της ουσίας ακυβέρνητη παραμένει αν τα δύο κόμματα λάβουν αθροιστικά ποσοστό μικρότερο του 50%: η δεξιά και αριστερή αντιπολίτευση θα επιμένει ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού είναι κατά του μνημονίου και άρα δεν νομιμοποιείται πολιτική εφαρμογής του – ο κ. Τσίπρας μάλιστα προειδοποίησε ότι σε περίπτωση συγκυβέρνησης των δύο κομμάτων, ασχέτως ποσοστού που θα λάβουν, «θα έχουμε τον Ιούνιο κατάσταση χάους στη χώρα» και νομιμοποίησε ήδη ως «φυσική» την «αγανάκτηση, οργή και αντίδραση από τον λαό».
Ορισμένοι κατανοούμε την προειδοποίηση του προέδρου του Συνασπισμού για το «τι θα κάνει ο λαός» ως απειλή: το κόμμα του θα κάνει ό,τι μπορεί για να υπάρξει χάος. Οι απειλές του ίσως δεν θα είχαν μεγάλη σημασία αν δεν προειδοποιούσαν και οι ψηφοφόροι μέσω των σφυγμομετρήσεων ότι δεν νοιάζονται για το αν θα υπάρξει ακυβερνησία και χάος: η ηθική απαίτηση τιμωρίας των βασικών υπευθύνων για την κατάσταση της χώρας, ΠαΣοΚ – ΝΔ, φαίνεται να κατισχύει ακόμη και του ένστικτου αυτοσυντήρησης της κοινωνίας. Και είναι πιθανόν μετά την 6η Μαΐου να μη ζητεί «εδώ και τώρα νέες εκλογές» ο κ. Σαμαράς, για να επιτύχει αυτοδυναμία, αλλά να τις απαιτούν ο κ. Τσίπρας και ο κ. Καμμένος για να αποτελειώσουν τον δικομματισμό και να μοιραστούν την περιουσία ΠαΣοΚ και Νέας Δημοκρατίας.
Ο «δικομματισμός» είναι η αιτία όλων των κακών του πολιτικού συστήματος της χώρας, σύμφωνα με την κομμουνιστογενή Αριστερά – η οποία όμως ποτέ δεν καταδέχθηκε να εξηγήσει πώς θα κυβερνηθεί η χώρα, αφού κάθε κόμμα της αρνιόταν συνεργασία με οποιοδήποτε άλλο κόμμα. Μπορεί ο Συνασπισμός να απηύθυνε κατά καιρούς προτάσεις συνεργασίας στο ΚΚΕ αλλά, όπως σωστά απαντούσε το τελευταίο, επρόκειτο για επικοινωνιακή επίδειξη ενότητας αφού για το ίδιο τα πράγματα είναι σαφή δεκαετίες τώρα: 4 ή 14 τα κόμματα, μόνο δύο πολιτικές υπάρχουν, από τη μία αυτή του ΚΚΕ και από την άλλη όλων των άλλων. Ο Συνασπισμός από την άλλη ποτέ δεν συζήτησε σοβαρά την περίπτωση συνεργασίας με το ΠαΣοΚ, καταγγέλλοντάς το ως νεοφιλελεύθερο και διεφθαρμένο. Αλλά η διαφθορά δεν εξαλείφεται με καταγγελίες• απαιτούνται μέτρα που μπορεί να τα λάβει μόνο όποιος κυβερνά τη χώρα. Ως προς την κατηγορία για νεοφιλελευθερισμό, πρόκειται για ανοησία ολκής: το ΠαΣοΚ δεν ήταν και δεν είναι δεξιότερο από τα σοσιαλδημοκρατικά και κεντροαριστερά κόμματα της υπόλοιπης Ευρώπης με τα οποία ποτέ δεν δίστασαν να συνεργαστούν τα κομμουνιστικά ή ακροαριστερά κόμματα. Αρα το πρόβλημα είναι στη δική μας Αριστερά που δεν θέλησε ποτέ να βάλει τον εαυτό της πλάι στο ΠαΣοΚ, δεν το θεώρησε ποτέ κόμμα της Αριστεράς, αδιαφορώντας για την ευρωπαϊκή πολιτική γεωγραφία και εμμένοντας στα πολιτικά όρια που δημιούργησε ο εμφύλιος πόλεμος. Ουσιαστικά στη συμβολική συνέχιση του εμφύλιου πολέμου.
Δηλαδή, το τελευταίο πράγμα που απασχόλησε την εκτός ΠαΣοΚ Αριστερά τα τελευταία 40 χρόνια ήταν η διακυβέρνηση της χώρας. Πρόσφατα όμως, η ΔΗΜΑΡ διαφοροποιήθηκε και στις τελευταίες τοποθετήσεις του ο κ. Κουβέλης αποδέχεται ως τετελεσμένο γεγονός τις συμφωνίες με ΕΕ – ΔΝΤ και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας με «προοδευτικά κόμματα», εφόσον γίνουν αλλαγές στις μέχρι τώρα εφαρμογές του μνημονίου – οι οποίες όμως αλλαγές είναι αρκετά αόριστες, μπορούν να ερμηνευθούν κατά βούληση. Το ερώτημα είναι αν η ΔΗΜΑΡ θα τις ερμηνεύσει μετά τις εκλογές με κριτήριο τη σωτηρία της χώρας ή το κομματικό της συμφέρον. Αν συμβεί το πρώτο, θα είναι ίσως το μεγάλο βήμα που θα μας βγάλει από τα αδιέξοδα. Αλλά μπορεί και να συνεχίσει την ψηφοθηρική τακτική του «επιτήδειου ουδέτερου», όπως έχει κάνει από την ίδρυσή της. Ετσι ή αλλιώς όμως, η στάση της θα είναι καθοριστική για τις μετεκλογικές εξελίξεις.
Αυτή την εποχή, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ και ΔΗΜΑΡ «λεηλατούν τις ψήφους του ΠαΣοΚ», για να θυμηθούμε την ορολογία με την οποία η κομμουνιστογενής Αριστερά δικαιολογούσε παλαιότερα τις εκλογικές της ήττες. Το ζήτημα για τη χώρα είναι η αναγκαία τιμωρία του ΠαΣοΚ (και της ΝΔ) να μη γίνει η αιτία καταστροφής μας. Η στάση που θα κρατήσουν ΚΚΕ, Συνασπισμός και κυρίως η ΔΗΜΑΡ θα είναι καταλυτική για τις εξελίξεις. Κλείνοντας, πρέπει να καταθέσω τον φόβο μου: αν ΠαΣοΚ – ΝΔ λάβουν αθροιστικά ποσοστό μικρότερο του 50%, τα χειρότερα δεν είναι πίσω μας, αλλά μπροστά μας.
Psychoyos@tovima.gr

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ