Η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ θα έπρεπε να είναι χαρούμενη αυτό τον καιρό: τα ποσοστά αποδοχής του κόμματός της δεν είναι άσχημα, ενώ και τα προσωπικά της ποσοστά είναι πολύ καλά. Δεν έχει πλέον σοβαρούς ανταγωνιστές μέσα στο κεντροδεξιό κόμμα της, τη Χριστιανική Δημοκρατική Ενωση (CDU), ενώ η αριστερή αντιπολίτευση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας έχει κατακερματιστεί σε τέσσερις παρατάξεις. Τελικά υπερίσχυσε η δική της απάντηση στην ευρωπαϊκή κρίση ή έστω αυτή είναι η εντύπωση που έχει περάσει και που πιστεύουν πολλοί Γερμανοί. Είναι όμως όντως έτσι τα πράγματα;
Ας μην είμαστε τόσο βιαστικοί. Καθ’ ότι υπάρχουν δυο στοιχεία που περιπλέκουν την επανεκλογή της Μέρκελ το φθινόπωρο του 2012. Το πρώτο είναι πως, σε τοπικό επίπεδο, οι σύμμαχοί της, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP), δείχνουν να διαλύονται. Ακόμη και αν κάτι τέτοιο δεν συμβεί τελικά (που δεν είναι βέβαιο), η σημερινή συμμαχία δεν φαίνεται να μπορεί να διατηρήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αφήνοντας τη Μέρκελ να εξαρτάται από τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD).
Και μπορεί αυτό να μην την απασχολεί τόσο αν κρατήσει την Καγκελαρία. Ωστόσο, ο πραγματικός κίνδυνος για τη Μέρκελ είναι εξωτερικός: η ευρωπαϊκή κρίση. Αν είναι άτυχη, η κρίση θα κορυφωθεί στην αρχή της προεκλογικής εκστρατείας στη Γερμανία, κάτι που δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί, καθώς το εκλογικό σώμα της χώρας, παρ’ όλη τη δυσανεξία του στην Ευρώπη, δεν θα ανεχτεί όσους άφησαν την ΕΕ να αποτύχει οικονομικά.
Η οικονομία της ΕΕ μπαίνει σε μια σοβαρή και μάλλον μακροχρόνια ύφεση που προκάλεσε η ίδια στον εαυτό της. Ενώ η Γερμανία προσπαθεί να αποφύγει τον υπερπληθωρισμό υιοθετώντας σκληρά μέτρα λιτότητας στην ευρωζώνη, οι ευρωπαϊκές χώρες που βιώνουν την κρίση αντιμετωπίζουν την απειλή του αποπληθωρισμού, με πιθανές καταστροφικές συνέπειες. Είναι πλέον θέμα χρόνου προτού η οικονομική αυτή αποσταθεροποίηση οδηγήσει με τη σειρά της και σε έλλειψη πολιτικής σταθερότητας.
Επίσης δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε τις εξελίξεις στη Γαλλία, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης. Αν οι Γάλλοι θεωρήσουν ότι θα επιβληθούν μέτρα λιτότητας στην οικονομία τους από το εξωτερικό – εν προκειμένω, από τη Γερμανία – , είναι πιθανό να αντιδράσουν με τυπικό γαλλικό τρόπο. Αυτό που διακυβεύεται στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας δεν είναι τόσο το αποτέλεσμα όσο η διαφορά μεταξύ του προέδρου Νικολά Σαρκοζί και της ηγέτιδας του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, Μαρίν Λεπέν, η οποία είναι απίθανο να κερδίσει την προεδρία της χώρας, αλλά θα μπορούσε να επαναδιαμορφώσει τη γαλλική Δεξιά. Γι’ αυτό, μια πιθανή αποτυχία του Σαρκοζί θα έδινε στον σοσιαλιστή διάδοχό του πολύ μικρότερο περιθώριο κινήσεων στην ευρωπαϊκή σκακιέρα, αλλάζοντας τη θέση της Γαλλίας στην Ευρώπη.
Ωστόσο η κυβέρνηση Μέρκελ συμπεριφέρεται σαν να μην την αγγίζει τίποτε από αυτά. Αντιθέτως, το καυτό θέμα στο Βερολίνο σήμερα είναι αποκλειστικά και μόνο οι επερχόμενες εκλογές. Και η βασική ερώτηση δεν είναι «τι πρέπει να γίνει τώρα προς όφελος της Ευρώπης», αλλά «πόσα αναμένεται να δεχτούν οι γερμανοί πολίτες», ιδίως «πόση ειλικρίνεια αντέχουν».
Κανείς όμως δεν θα συμπεριφερθεί με έναν τρόπο που να διακινδυνεύει η προεκλογική του εκστρατεία, τουλάχιστον για όσο καιρό υπάρχουν άλλες εναλλακτικές λύσεις. Συνεπώς η Γερμανία ουδόλως ενδιαφέρεται για το πώς θα λυθεί η ευρωπαϊκή κρίση, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως θα έπαιρνε μεγάλα ρίσκα και θα επένδυε μεγάλα χρηματικά ποσά.
Η συμμαχία CDU και FDP προτιμά να «χαϊδεύει τα αφτιά» των ψηφοφόρων μιλώντας για μια αγγλοσαξονική συνωμοσία, με αποτέλεσμα η σύμπραξη της Μέρκελ να μοιάζει σαν κάποιον που οδηγεί στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, σίγουρος πως όλοι όσοι έρχονται καταπάνω του πάνε προς τη λάθος κατεύθυνση.
Η αποσύνθεση της Ευρώπης έγινε πιο γρήγορα απ’ ό,τι φαίνεται, αφού η έλλειψη εμπιστοσύνης και οι εθνικοί εγωισμοί καταστρέφουν την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και τον κοινό σκοπό. Προκειμένου να σωθεί το ευρώ, η Ευρώπη πρέπει να δράσει τώρα και μαζί με τα απαραίτητα μέτρα λιτότητας και τις δομικές μεταρρυθμίσεις να δημιουργήσει ένα βιώσιμο οικονομικό πρόγραμμα ανάπτυξης. Ολο αυτό δεν θα συμβεί χωρίς κόστος. Αν η κυβέρνηση της Μέρκελ πιστεύει πως δίνοντας μια επιφανειακή μονάχα προσοχή στην ανάπτυξη είναι αρκετό, παίζει με τη φωτιά καθώς μια πιθανή κατάρρευση του ευρώ θα είχε άμεσο αρνητικό αντίκτυπο και στους ίδιους τους Γερμανούς.

Ο κ. Γιόσκα Φίσερ διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας την περίοδο 1998-2005, καθώς και ηγέτης των γερμανών Πρασίνων για σχεδόν 20 χρόνια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ