TO BHMA/ The New York Times

Διαβάζοντας την απομαγνητοφώνηση του πρόσφατου ρεπουμπλικανικού «ντιμπέιτ» για την οικονομία νιώθει κανείς σαν να πέφτει σε μια κουνελότρυπα – εάν, τουλάχιστον, παρακολουθεί τα οικονομικά γεγονότα των τελευταίων ετών. Βρίσκεσαι ξαφνικά σε έναν φανταστικό κόσμο, όπου τίποτε δεν μοιάζει με όσα συμβαίνουν στην πραγματική ζωή.

Και, καθώς η οικονομική πολιτική πρέπει να διατηρεί την επαφή της με τον κόσμο στον οποίο ζούμε, και όχι με τον φανταστικό κόσμο των Ρεπουμπλικάνων, η προοπτική πως ένας από αυτούς τους ανθρώπους μπορεί να είναι ο επόμενος πρόεδρος μου φαίνεται, ειλικρινά, τρομακτική.

Στον πραγματικό κόσμο, τα πρόσφατα γεγονότα αποτελούν μια ισοπεδωτική διάψευση για την ορθοδοξία της ελεύθερης αγοράς, που έχει κυριαρχήσει στην αμερικανική πολιτική ζωή τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Το σημαντικότερο είναι πως η μακρόχρονη σταυροφορία ενάντια στους χρηματοπιστωτικούς περιορισμούς, η επιτυχής προσπάθεια ξηλώματος των προληπτικών κανονισμών ελέγχου του τραπεζικού συστήματος που εγκαθιδρύθηκαν μετά την Μεγάλη Ύφεση, με το επιχείρημα πως ήταν πλέον άχρηστοι, αποδείχθηκε – με τεράστιο κόστος για το έθνος μας – λανθασμένη: οι κανόνες εκείνοι ήταν, τελικά, απαραίτητοι.

Όμως κάτω στον κόσμο της κουνελότρυπας, τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Δεν βουλιάξαμε στην κρίση εξαιτίας κακοποιών ιδιωτών δανειστών, όπως η Countrywide Financial. Δεν βουλιάξαμε στην κρίση επειδή η Wall Street υποστήριξε υποκριτικά ότι η κοπτοραπτική και το εκ νέου πακετάρισμα των τοξικών δανείων θα δημιουργούσαν, με κάποιο τρόπο, τραπεζικά προϊόντα με βαθμολόγηση AAA – με την πλήρη συνενοχή των ιδιωτικών οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης. Δεν βουλιάξαμε στην κρίση επειδή οι «σκιώδεις τράπεζες» σαν τη Lehman Brothers εκμεταλλεύτηκαν τα κενά στο ελεγκτικό πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού κλάδου για να δημιουργήσουν τεράστιες απειλές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, χωρίς να υπόκεινται σε κανέναν φραγμό.

Όχι, στο σύμπαν του Ρεπουμπλικανικού κόμματος βρισκόμαστε εν μέσω της κρίσης διότι βουλευτές σαν τον Μπάρνεϊ Φρανκ υποχρέωσαν τους καημένους τους τραπεζίτες να δανείσουν χρήματα σε κακοπληρωτές φτωχούς.

Εντάξει, υπερβάλω λιγάκι – αλλά όχι πολύ. Το όνομα του κ. Φρανκ εμφανίστηκε επανειλημμένα στην συζήτηση ως ενός εκ των υπευθύνων για την κρίση, αφού υπήρξε συνεισηγητής του νομου Ντοντ-Φρανκ για την μεταρρύθμιση του τραπεζικού κλάδου, το οποίο οι Ρεπουμπλικάνοι θέλουν να καταργήσουν. Η επίθεση αυτή προκαλεί απορία, αφού ο κ.Φρανκ είναι Δημοκρατικός, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των τοξικών δανείων που πλήττουν σήμερα την οικονομία μας δόθηκαν επί προεδρίας του Τζορτζ Μπους και σε εποχή που οι Ρεπουμπλικάνοι ήλεγχαν πλήρως την βουλή.

Πέρα από την δαιμονοποίηση του κ. Φρανκ, ωστόσο, είναι προφανές πως οι Ρεπουμπλικάνοι προβάλλουν πλέον ως κεντρικό τους επιχείρημα πως για το πρόβλημα της οικονομίας φταίει η σημερινή κυβέρνηση- παρά την απαξίωση των επιχειρημάτων που υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Στην πραγματικότητα δεν ήταν οι κυβερνητικοί κανόνες που υποχρέωσαν τις τράπεζες να εκδώσουν όλα αυτά τα κακά δάνεια, ούτε ευθύνονται οι κρατικοδίαιτοι πιστωτικοί οργανισμοί, παρά τα πολλά λάθη τους, για τα περισσότερα υψηλού ρίσκου δάνεια που τροφοδότησαν την φούσκα των ακινήτων.

Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. Τι θέλουν να κάνουν σήμερα οι Ρεπουμπλικάνοι; Και συγκεκριμένα, τι θέλουν να κάνουν για την ανεργία;

Λοιπόν, αυτό που θέλουν είναι να απολύσουν τον Μπεν Μπερνάνκι, τον πρόεδρο της κεντρικής τράπεζας Fed: όχι επειδή έκανε πολύ λίγα, κάτι που ίσως θα ήταν σωστό, αλλά επειδή έκανε πάρα πολλά. Συνεπώς, δεν σκοπεύουν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας μέσω αλλαγών στην νομισματική πολιτική.

Παρεμπιπτόντως, κατά την διάρκεια του ντιμπέιτ της Τρίτης, ο Μιτ Ρόμνεϊ κατονόμασε τον Γκρέγκορι Μανκίου του πανεπιστημίου Χάρβαρντ σαν έναν από τους οικονομικούς συμβούλους του. Πόσοι Ρεπουμπλικάνοι γνωρίζουν άραγε πως ο κ.Μανκίου υποστήριζε, στο παρελθόν τουλάχιστον – σωστά κατά τη γνώμη μου – την ανάγκη τεχνητής αύξησης του πληθωρισμού από την Fed ώστε να λυθούν τα οικονομικά μας προβλήματα;

Καμιά ανακούφιση μέσω της νομισματικής οδού, λοιπόν. Τι άλλο μένει; Λοιπόν, ο όλο και πιο ξεθωριασμένος Ρικ Πέρι υποστήριξε, κόντρα σε κάθε λογική, ότι θα δημιουργήσει 1,2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας μόνο στον ενεργειακό κλάδο. Ο κ. Ρόμνεϊ, από την μεριά του, ζήτησε την μονιμοποίηση των φοροαπαλλαγών για υψηλά εισοδήματα και επιχειρήσεις – δηλαδή για ένα «ριπλέι» της εποχής Μπους! Όσο για τον Χέρμαν Κέιν; Αστό καλύτερα!

Ειρήσθω εν παρόδω, μήπως παρατηρήσατε την πλήρη εξαφάνιση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού ως βασικής πηγής προβληματισμού των Ρεπουμπλικάνων, αμέσως μόλις αρχίζουν να μιλάνε για νέες περικοπές φόρων για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλούσιους; Είναι αστείο! Αλλά, όπως προείπα, είναι και τρομακτικό.

Η νέα Μεγάλη Ύφεση των τελευταίων ετών έπρεπε να έχει αφυπνίσει τους πάντες. Τίποτε τέτοιο υποτίθεται πως δεν μπορούσε να συμβεί στον σύγχρονο κόσμο. Όλοι μας, και το εννοώ, θα έπρεπε να «ψαχτούμε» μέσα μας, να ασκήσουμε σοβαρή αυτοκριτική, και να απαντήσουμε τι από όλα όσα θεωρούσαμε αδιαμφισβήτητες αλήθειες είναι όντως τέτοιες.

Όμως το Ρεπουμπλικανικό κόμμα δεν αντέδρασε στην κλίση με μια επανεξέταση του δόγματος του, αλλά με την υιοθέτηση μιας ακόμη πιο πρωτόγονης εκδοχής του ίδιου δόγματος, με τρόπο που καταντά καρικατούρα. Στην διάρκεια του ντιμπέιτ, οι συντονιστές πρόβαλαν ένα απόσπασμα από παλιές δηλώσεις του Ρίγκαν, που απηύθυνε έκκληση για αύξηση των δημοσίων εσόδων: στη σημερινή εποχή, κανείς φιλόδοξος πολιτικός των Ρεπουμπλικάνων δεν θα τολμούσε να πει τέτοιο πράγμα.

Είναι τρομερό, όταν ένα άτομο χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα. Είναι όμως πολύ χειρότερο όταν το ίδιο πράγμα συμβαίνει σε ένα ολόκληρο πολιτικό κόμμα, και μάλιστα ένα κόμμα που διαθέτει ήδη την δύναμη να εμποδίσει οτιδήποτε προτείνει ο πρόεδρος – και ίσως σύντομα βρεθεί να ελέγχει ολόκληρη την κυβέρνηση.