Ημέρες πόνου αυτές για όσους αγαπούν την Ελλάδα. Μια σειρά από μέτρα λιτότητας που απαιτούν θάρρος και θυσίες αποδείχθηκαν ανεπαρκή. Το κοινό αίσθημα, το οποίο αρχικά υποστήριζε την ανάγκη να μπει ένα τέλος στη δημοσιονομική ασωτία ετών, γίνεται όλο και πιο εχθρικό. Ο κόσμος κατεβαίνει στους δρόμους κατά χιλιάδες για να διαμαρτυρηθεί για την αποτυχημένη ηγεσία μιας ολόκληρης πολιτικής τάξης- της ίδιας τάξης που είχε πιστωθεί την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα το 1974, μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Η δημοκρατία υποτίθεται ότι είχε βάλει τέλος στη δουλικότητα προς τους ξένους. Είχε εξασφαλίσει την ένταξη στην Ευρώπη και τη συμμετοχή σε ένα κλαμπ ίσων αντί για ένα νέο είδος υποτέλειας. Σήμερα όλα αυτά τα επιτεύγματα αμφισβητούνται.

Πριν από λίγους μήνες θα έλεγα ότι η Ελλάδα δεν είχε εναλλακτική λύση από το να καταπιεί όποιο φάρμακο της χορηγούσαν η ΕΕ και το ΔΝΤ. Σήμερα αναρωτιέμαι. Ωστόσο η πτώχευση δεν είναι μια καλή προοπτική και οι επιπτώσεις της παραμένουν ασαφείς. Η Ελλάδα έχει αθετήσει τις υποχρεώσεις της προς ξένους στο παρελθόν- στο αποκορύφωμα της ύφεσης του Μεσοπολέμου, το 1932. Μια σύγκριση της κατάστασης τότε και τώρα δείχνει πόσο σοβαρή είναι η κρίση. Οταν η κυβέρνηση Βενιζέλου εγκατέλειψε τον κανόνα του χρυσού και έπαψε να αποπληρώνει τα χρέη της, το έκανε με μισή καρδιά και πλή ρωσε βαρύ εκλογικό τίμημα. Το υλικό κόστος όμως ήταν υποφερτό. Ενας λόγος ήταν ότι και άλλες χώρες σπρώχνονταν στη χρεοκοπία. Επειδή κόλλησε ολόκληρο το διεθνές νομισματικό σύστημα, η Ελλάδα του Μεσοπολέμου έχασε σχετικά λίγα από άποψη πιστοληπτικής ικανότητας. Οι πιστωτές γκρίνιαξαν βεβαίως, όμως το δημόσιο χρέος της Ελλάδας βρισκόταν κυρίως στα χέρια ιδιωτών στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ- τα παράπονά τους δεν μετρούσαν και πολύ. Περιέργως, η πτώχευση δεν έπληξε πραγματικά την ελληνική οικονομία. Προστατευμένη από τον ανταγωνισμό από το εξωτερικό μέσω περιορισμών στο συνάλλαγμα και στο εμπόριο, αναπτύχθηκε γοργά στη δεκαετία του ΄30, όπως αναπτύχθηκαν και σημαντικές νέες βιομηχανίες.

Εν ολίγοις, η στάση πληρωμών δεν ήταν κακή ιδέα στη δεκαετία του ΄30.

Δυστυχώς για την Ελλάδα, η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική σήμερα. Αν χρεοκοπήσει, θα πληρώσει βαρύ τίμημα όποτε προσπαθήσει να αποκτήσει ξανά πρόσβαση στις πιστωτικές αγορές, εκτός αν ακολουθήσουν και άλλες χώρες και το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα καταρρεύσει εντελώς. Η στροφή προς τα μέσα δεν είναι πλέον εφικτή, διότι οι Ελληνες, όπως όλοι οι υπόλοιποι, είναι συνηθισμένοι να καταναλώνουν εισαγόμενα ακριβά αγαθά και, το σημαντικότερο, διότι η οικονομία δεν έχει το περιθώριο της εσωτερικής ανάπτυξης που υπήρχε 70 χρόνια πριν. Και επειδή στους πιστωτές της Ελλάδας περιλαμβάνονται ιδιωτικές τράπεζες και ευρωπαίοι φορολογούμενοιπου σήμερα διαπληκτίζονται για το ποιος πρέπει να αναλάβει το κόστος της περαιτέρω βοήθειας-, τυχόν χρεοκοπία θα προκαλέσει την εχθρότητα ενός ευρέος τμήματος της διεθνούς κοινότητας, το οποίο έχει μεγάλη επιρροή.

Το βάρος της απόδειξης παραμένει σε εκείνους που ζητούν κάτι άλλο αντί περισσότερο από τα ίδια. Η οργή και η απελπισία των ανθρώπων που κατεβαίνουν στους δρόμους της Αθήνας είναι κατανοητές. Η χρεοκοπία όμως δεν θα βελτιώσει την κατάστασή τους. Αλλά τους νοιάζει; Καμιά φορά τα συναισθήματα προηγούνται των επιχειρημάτων και αποκτούν τη δική τους ορμή. Γίνονται ένας απεγνωσμένος τρόπος για να αδραχτεί η πρωτοβουλία. Συνεπώς, ό,τι και αν λέει η ανάλυση ωφελημάτων και κόστους για τη χρεοκοπία, το επείγον ζήτημα για την Ελλάδα και την ΕΕ ως σύνολο είναι πολιτικό. Ο κόσμος δεν θα δεχθεί και άλλες περικοπές αν πιστεύει ότι αποσκοπούν απλώς στη διάσωση των παχυλά αμειβόμενων τραπεζιτών της Ευρώπης και δεν θα υποστηρίξει μια κυβέρνηση η οποία δεν διαθέτει μια θετική στρατηγική για ανάκαμψη. Αν η υποστήριξη αυτή εξαφανιστεί, πράγμα που σχεδόν έχει ήδη γίνει, η χώρα μπορεί έτσι κι αλλιώς να οδεύσει προς την πτώχευση. Αυτό είναι μάλλον το χειρότερο ενδεχόμενο όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη.

Οι ευρωπαίοι ηγέτες φέρουν την ευθύνη να αρθούν πάνω από το βραχυχρόνιο και τους ευσεβείς πόθους που χαρακτηρίζουν μέχρι στιγμής τις αντιδράσεις τους- η τελευταία συμφωνία ΕΕ- ΔΝΤ αποτελεί απόδειξη αυτούκαι να παράσχουν περαιτέρω βοήθεια ως μέρος ενός πιθανού σχεδίου για ανάπτυξη. Με βάση την εμπειρία από το παρελθόν, δεν πρέπει να περιμένουμε και πολλά.

Ο κ. Μark Μazower είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στους «Financial Τimes».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ