Με αφορµή τη διάλυση του αρραβώνα του Ζήση Βρύζα µε την ΠΑΕ Παναθηναϊκός, άνοιξε και µια συζήτηση για το ποιος είναι ο καλύτερος τεχνικός διευθυντής που πέρασε από ελληνική οµάδα. Ο Βρύζας που έφερε στον ΠΑΟΚ τους Π. Γκαρσία,Κοντρέρας, Μουσλίµοβιτς, Σορλέν, οι οποίοι _ µε διαβαθµίσεις ασφαλώς _ πρόσφεραν και προσφέρουν στον ∆ικέφαλο; Ο Ιλια Ιβιτς που έφερε στον Ολυµπιακό Γκαλέτι, Κοβάσεβιτς, Μπελούτσι; Ο Γιάσµινκο Βέλιτς που έφερε στο Τριφύλλι Μάτος, Σιµάο, Σαριέγκι, Ν’Ντόι; Πάντως, ως football manager ο Κώστας Αντωνίου δεν µπορεί να πιστωθεί τις µεταγραφές Ζιλµπέρτο και Σισέ, καθώς τέτοιες (δαπανηρές) επιλογές είναι θέµα αποφάσεων της διοίκησης και όχι ανακαλύψεις τεχνικού διευθυντή.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπογραµµιστεί ότι αυτοί οι ίδιοι τεχνικοί διευθυντ έςέφεραν και παίκτες«παλτά» – αρκετά µάλιστα ακριβοπληρωµένα -, όπως πχ. οι Μπιζέρα, Κριστιάνο, Σαβίνι, Αµπουµπακάρι (επιλογές Βρύζα), οι Νούνιες, Αρτσούµπι, Λούα Λούα, Ραούλ Μπράβο και εν πολλοίς ο Λεντέσµα (επιλογές Ιβιτς), οι Ρ. Σόουζα, Κλέιτον, Μελίσσης, Μπιάρσµιρ (επιλογές Αντωνίου), οι Ενακαρίρε, Μάλαρτζ (επιλογέςΒέλιτς).Συνεπώς,δεν υπάρχει τεχνικός διευθυντής που να έχει µόνο επιτυχίες και ο καθένας (τους) πρέπει να κρίνεται από το ισοζύγιο των επιλογών του. Επιπλέον αυτή είναι η µία όψη της δουλειάς – ως προς τα µεταγραφικά _ ενός τεχνικού διευθυντή, διότι υπάρχει και η άλλη: το κατά πόσο καταφέρνει να ξεσκαρτάρει (µε το αζηµίωτο για το ταµείο του συλλόγου) το ρόστερ από παίκτες που κρίνεται ότι δεν προσφέρουν τα αναµενόµενα.

Οσον αφορά τώρα τις επιλογές του (κάθε) τεχνικού διευθυντή, το τρίπτυχο «εντοπίζει – διαπραγµατεύεται – κλείνει παίκτη» ασφαλώς έχει να κάνει µε την ικανότητα και τα προσόντα του. Πρωταρχικά φυσικά ο τεχνικός διευθυντής πρέπει να ξέρει από µπάλα, αλλά και να είναι γνώστης της ποδοσφαιρικής αγοράς, να έχει τις καλώς εννοούµενες διασυνδέσεις µε τα κυκλώµατα των µάνατζερ, να γνωρίζει ξένες γλώσσες και να µπορεί να παζαρεύει απευθείας οίδιος.Πρωτίστως, όµως, το εγχειρίδιο του καλού τεχνικού διευθυντή πρέπει να (υπο)στηρίζεται από το ανάλογο µεταγραφικό µπάτζετ της ΠΑΕ, διότι οι καλοί παίκτες κοστίζουν.

Εκτός και αν προέρχονται από την αγορά των «ελεύθερων», όπερ σηµαίνει ότι δεν απαιτείται αποζηµίωση άλλου συλλόγου. Από αυτή την αγορά πήρε πέρυσι ο Ολυµπιακός παίκτες-«λίρα εκατό», όπως οι Ιµπαγάσα και Μοντέστο, αλλά και ονόµατα όπως οι Ρόµενταλ και Πάντελιτς, άσχετα αν δεν απέδωσαν (κυρίως ο πρώτος). Κελεπούρια από την αγορά των «ελεύθερων» ήταν και οι Π. Γκαρσία, Κοντρέρας (ΠΑΟΚ), Κοβάσεβιτς (ΟΣΦΠ).

Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί µια ιδιαίτερα διδακτική περίπτωση, όπως ήταν αυτή του Μπελούτσι για τον Ολυµπιακό. Ο αργεντινός µέσος αποκτήθηκε κατά 50% από τη Ρίβερ Πλέιτ αντί 7,5 εκατ. ευρώ και το 2009 οι Ερυθρόλευκοι πούλησαν αυτό το 50% στην Πόρτο αντί 5 εκατ. ευρώ. Το ποσό ήταν ασφαλώς πολύ καλό για την εποχή, αλλά ο Ολυµπιακός έχασε λόγω υψηλού τιµήµατος όταν είχε αγοράσει. Αυτό δείχνει ότι οι ελληνικές οµάδες δεν πρέπει να αγοράζουν µε τόσο πολλά χρήµατα. Και τούτο διότι η αξία µεταπώλησης των ποδοσφαιριστών πέφτει όχι µόνο λόγω της γενικότερης οικονοµικής κρίσης, αλλά και εξαιτίας του απαξιωµένου στο εξωτερικό ελληνικού πρωταθλήµατος.

Αλήθεια, ποιος µπορεί να ισχυριστεί ότι αυτή τη στιγµή παίκτης ελληνικής οµάδας µπορεί να µεταγραφεί στο εξωτερικό µε ποσό µεγαλύτερο των 5 εκατ. ευρώ; Και δεν µιλάµε για «παλτά» τύπου Ντιόγο που το 60% κόστισε στον Ολυµπιακό 9 εκατ. ευρώ. Ακόµη και για παίκτες της εµβέλειας των Σισέ, Ριέρα, Βιεϊρίνια, Σκόκο, Λέτο είναι αµφίβολο ότι µπορεί να υπάρξει προσφορά από ευρωπαϊκή οµάδα που θα ξεπερνά θεαµατικά τα 5 εκατ. ευρώ _ µε εξαίρεση, πιθανόν, τον γάλλο σταρ του Τριφυλλιού. Μία ήταν και δεν επαναλαµβάνεται η περίπτωση Καστίγιο , τον οποίο ο Ολυµπιακός του Κόκκαλη µοσχοπούλησε αντί 16 εκατ. ευρώ στην ουκρανική Σαχτάρ του Αχµέτοφ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ