Δεν χρειάζεται να ανησυχούν τα κριτικά πνεύματα ή όσοι εναποθέτουν τα εσώψυχά τους στο κλαβιέ του υπολογιστή. Η ανωνυμία των ιστολογίων αίρεται σε περίπτωση απατεωνιάς, απειλής ή συκοφαντίας. Υπάρχει άνθρωπος να διαμαρτυρηθεί επ΄αυτού και να προβάλλει ζήτημα ελεύθερης διακίνησης ιδεών; Το βέβαιον είναι ότι υπάρχει ένα πλέγμα συγκάλυψης στις εταιρείες που παρέχουν χώρο για να φιλοξενηθούν τα χιλιάδες εγχώρια blogs_ μεταξύ των οποίων και μερικά κακόβουλα. Το Τμήμα Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος ζήτησε για τρίτη φορά γνωμοδότηση για την άρση της ανωνυμίας, σε περιπτώσεις που τελούνται εγκλήματα. Η νέα γνωμοδότηση της Ανώτατης Εισαγγελίας επαναλαμβάνει τη θέση: οι δικαστικές αρχές μπορούν να ζητούν από τους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών τα στοιχεία εντοπισμού των ατόμων που γράφουν για τρίτους ό,τι τους κατέβει στο κεφάλι. Για να αποκαλυφθούν τα ονόματα των συκοφαντών δεν χρειάζεται διαδικασία τήρησης απορρήτου (κι ας χοροπηδάνε στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών).

Στην μπλογκόσφαιρα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και οι ρόλοι γνωστοί. Πλην των διακινητών παιδικής πορνογραφίας, από την άρση απορρήτου θα πρέπει να ανησυχούν ελάχιστοι_ ζήτημα αν ο αριθμός είναι διψήφιος. Τα μπλογκς, εκείνα που παρουσιάζονται ως ενημερωτικά, ίσως υποπίπτουν σε σφάλματα αλλά δεν εγκληματούν. Άντε να έχουν μερικές εμμονές, να γοητεύονται από θεωρίες συνωμοσίας, να νουθετούν τον κόσμο όλο. Κάποιοι μπλόγκερς νομίζουν ότι έχουν το αλάθητο και ότι κατέχουν τη μόνη αλήθεια. Κρίνονται από τους επισκέπτες τους. Την ανάγκη για άρση του απορρήτου δεν την δημιουργούν όλοι αυτοί που αξιοποιούν το διαδίκτυο ως ελεύθερο πεδίο διακίνησης απόψεων, ως χώρο έκφρασης βιωμάτων ή αισθημάτων. Την ανάγκη την δημιουργούν ελάχιστοι ψυχοπαθείς που αντί να απευθυνθούν σε ειδικό για να λύσουν τα προβλήματα προσωπικότητας, το εκφράζουν με συστηματικές επιθέσεις σε όσους φθονούν. Η συχνότητα με την οποία βαράνε τον στόχο προδίδει την εμμονή τους. Πιάνονται από κάτι ασήμαντο ή διαστρεβλώνουν ένα γεγονός ή παρουσιάζουν ως δεδομένη μια υπόθεση. Με αυτήν την πρώτη ύλη αρχίζουν τη διαπόμπευση.

Ας μην κοροϊδευόμαστε, τα περισσότερα κρούσματα συκοφαντίας και εξύβρισης καταγράφονται από αποτυχημένους δημοσιογράφους, από εκείνους που δεν μπόρεσαν να σταθούν στα αξιόπιστα μέσα ενημέρωσης. Οι συκοφάντες μεταφέρουν στο ψηφιακό σύμπαν την επαγγελματική κουλτούρα που απέκτησαν σε ανυπόληπτες εφημερίδες και κανάλια τρίτης διαλογής. Από ασήμαντοι νιώθουν να γίνονται σημαντικοί, να αποκτούν μερίδιο εξουσίας. Το περιορισμένο ταλέντο δεν τους επιτρέπει κάτι θεαματικό στην ενημέρωση οπότε καταφεύγουν στη λοιδορία. Γράφουν ανακρίβειες για πολιτικά πρόσωπα και λαμβάνουν διαψεύσεις. Επιτίθενται στους συναδέλφους που φθονούν ως επιτυχημένους και όταν μηνύονται κάνουν τα πάντα για να διαδοθεί η είδηση. Θέλουν να είναι στο επίκεντρο και αφού δεν τα καταφέρνουν με την ποιότητα της δουλειάς τους επιζητούν άλλους τρόπους. Από τις επιθέσεις τους προκύπτουν κι άλλα συμπεράσματα: ο μισογυνισμός για παράδειγμα είναι ένδειξη σωματικής δυσλειτουργίας, την οποία δεν πρόκειται να ξεπεράσουν σκυμμένοι πάνω στο κομπιούτερ.

Η άρση του απορρήτου μας βρίσκει σύμφωνους είναι όμως αναγκαία και η «άρση ενδιαφέροντος» από τους χρήστες του διαδικτύου. Οι συκοφάντες υπάρχουν στο σύμπαν όσων τους επισκέπτονται.