Πολλοί της γενιάς µας θυµούνται τα πρότυπα σχολεία. Εστεκαν επάξια πλάι στα καλά ιδιωτικά σχολεία, είχαν µεγάλο ποσοστό επιτυχίας στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήµιο και πολλοί από τους µαθητές καιτις µαθήτριες που φοίτησαν σε αυτά τα σχολεία συναντήθηκαν αργότερα στην πολιτική, στις επιστήµες και στις τέχνες. Τα πρότυπασχολεία ήταν πολύ καλά δηµόσια σχολεία. Οι λόγοι της επιτυχίας τους ήταν σίγουρα πολλοί. Αν τους ιεραρχούσαµε, πιθανότατα να µη βάζαµε στην πρώτη θέση τις εξετάσεις που έδιναν τα παιδιά για να γίνουν δεκτά στο πρότυπο σχολείο. Στα σχολεία αυτά υπήρχε µια σχολική κουλτούραπου δεν ήταν σίγουρα δηµοσιοϋπαλληλική. Οικαθηγητές και οι καθηγήτριεςτων σχολείων αυτών δεν ήταν µόνον ότιήξεραν γράµµατα και πίστευαν ότι όφειλαν να τα µάθουνκαι στους µαθητές τους αλλά ότιέµπαιναν σε ένα περιβάλλον που απαιτούσε να γίνουν καλύτεροι απ’ ό,τι ήταν και όχι χειρότεροι. Το ίδιο συνέβαινε και µε τους µαθητές και τις µαθήτριες. Το πρότυπο σχολείο πριν από την κατάργησή του, το 1985, ανέβαζε τον πήχη για όλους. Αυτή ήταν η κουλτούρα του, εδραιωµένη στα παρελθόν του, αποτυπωµένη στα κτίρια που το στέγαζαν, στις βιβλιοθήκες του, στη συνολική αισθητική του, στους συλλόγους των αποφοίτων του. Και αυτό ήταν το ατούτου. Ηταν λάθος η κατάργησή του µέσω της µετατροπής του σε πειραµατικό; Εκ των υστέρων αποδείχθηκε λάθος. Κατ’ αρχήν, δεν έγινε πειραµατικό. Κατά δεύτερον, στέρησε τη δηµόσια εκπαίδευση από την καλή εκδοχή της και εδραίωσε τον διαχωρισµό ανάµεσα στην κακή δηµόσια εκπαίδευση και στην καλή ιδιωτική εκπαίδευση. Καταργήσαµε ένα καλό σχολείο, όπως ήταν το πρότυπο, χωρίς να δηµιουργήσουµε ένα άλλο, το πειραµατικό. Χρειαζόµαστε σήµερα πρότυπα δηµόσια σχολεία; Υπάρχουν σοβαρά επιχειρήµατα καιστο «ναι» και στο «όχι».Προσωπικά πιστεύω πως τα χρειαζόµαστε. Για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος είναι για να αποδείξουµε πώς ένα δηµόσιο σχολείο µπορείνα γίνει ένα καλόσχολείο. Να αποδείξουµε πωςη δηµόσια ελληνική εκπαίδευση διαθέτει και αυτή καλά σχολεία, αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, και πως δεν είναι αναγκαστική επιλογή το ιδιωτικό σχολείο για τα παιδιά που θέλουν να φοιτήσουν σε ένα καλό σχολείο. Οι λόγοι αυτοί µού φαίνονται αρκετοί για ναδηµιουργήσει η Πολιτεία πρότυπα σχολεία. Γι’ αυτό η ευθύνη της Πολιτείας είναι µεγάλη. Οφείλεινα µην τα κάψει. Και το σχέδιο νόµου που έχει ψηφίσει τα καίει. Μαζί τους καίεικαι τα πειραµατικά. Γιατί τα ταυτίζει. Και αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται.

Ας θέσουµε όµως και για τα πειραµατικά το ερώτηµα που θέσαµε και για τα πρότυπα. Χρειαζόµαστε πειραµατικά σχολεία; Σχολεία τα οποία να υποδέχονται την καινοτοµία, να την εφαρµόζουν πειραµατικά, να τη δοκιµάζουν, να ελέγχουν τις αντοχές της και να µετρούν τα αποτελέσµατά της; Σχολεία που να συνδέονται προνοµιακά µε ταπανεπιστήµια και τα ανώτατα τεχνολογικά ιδρύµατα και που να λειτουργούν εργαστηριακά για τηνπροετοιµασία των µελλοντικών εκπαιδευτικών; Σχολείαπου να λειτουργούν ως χώροι ψυχοπαιδαγωγικών ερευνών; Σχολεία που να πειραµατίζονται υπερβαίνοντας τις συµβάσεις των αναλυτικών προγραµµάτων και τον εναγκαλισµό µιας εκπαίδευσης που είναι κεντρικά σχεδιασµένηκαι πανοµοιότυπη για όλα τα σχολεία; Σχολεία-εργαστήρια που µελετούν τρόπους για να επιλύσουν, για παράδειγµα, τη σχολική αποτυχία ή τη σχολική περιθωριοποίηση ευάλωτων κοινωνικώνοµάδων ή την ισότητα των φύλων ή την πολυπολιτισµική συνύπαρξη;

Η κυβέρνηση λέειτέτοια σχολεία ναείναι τα πρότυπα. Πρότυπα µε ειδικό µαθητικό πληθυσµό επιλεγµένο µέσααπό εξετάσεις, µε ειδικό διδακτικό προσωπικό µεαυξηµένα προσόντα, µε ειδικάεπιλεγµένη διεύθυνση, επιστηµονικά συµβούλια, σχολεία φτιαγµένα για να γίνουν κυψέλες αριστείας της δηµόσιας εκπαίδευσης. Αυτά τα σχολεία ενέχουν τον πειραµατισµό, καθώς η αριστείαδεν νοείται χωρίς πειραµατισµό. Αλλά δεν µπορούν ναείναι τα πειραµατικά σχολεία. ∆ενµπορείς να βγάζεις συµπεράσµατα για τον µαθητικό πληθυσµό όταν η οµάδα-στόχος σου είναι ένα καλά φροντισµένο µαθητικό κοινόµε πολλά προσόντα που προέρχεται συχνάαπό ένα ανάλογο κοινωνικό περιβάλλον. ∆εν µπορείς να στέλνεις εκεί τους φοιτητές για τις πρακτικές τους ασκήσεις. Η κατάσταση που θα αντιµετωπίσουν στις κανονικές σχολικές τάξεις ενδέχεται να είναι µη συγκρίσιµη. ∆εν µπορείς να δοκιµάζεις στα πρότυπα σχολεία νέα αναλυτικά προγράµµατα και νέα σχολικά βιβλία που θέλεις να προτείνεις για το σύνολο τουµαθητικού σου πληθυσµού. Αν το κάνεις, κινδυνεύειςνα καταστρέψεις και την αριστεία τουπρότυπου σχολείου και την καινοτοµία του πειραµατικού. Την αριστεία διότι την εκτρέπεις από τησταθερότητα που χρειάζεται το σχολείο για να λειτουργήσει και τον πειραµατισµόδιότι του αφαιρείςτην καθολική δυναµική του, τη δυνατότητά του να γίνει παιδαγωγική πρόταση που να αφορά το σύνολο της εκπαίδευσης. Τα πειραµατικά σχολεία οφείλουν να είναι αντιπροσωπευτικά των υπόλοιπων σχολείων της χώρας. Και σε καµία περίπτωση πειραµατικά για όλα τα ζητήµατα.

∆εν µπορείς στο ίδιο σχολείο να εφαρµόζεις πειραµατικές εκπαιδευτικέςπολιτικές και να διεξάγεις εκπαιδευτικές έρευνες. Τα πειραµατικά σχολεία δεν µπορούν επίσης να είναι µόνιµα, διά βίου πειραµατικά. Ούτε διαρκή πειραµατόζωα. Αντίθετα, όλα τα δηµόσια σχολεία θα έπρεπε να είναιεκ περιτροπής πειραµατικά. Για να υιοθετούν σταδιακά τηνκουλτούρα της αλλαγής, να συνειδητοποιήσουν ότι για να είναι καλά σχολεία οφείλουν να είναι ανοικτά στις επιστηµονικά σχεδιασµένες καινοτοµίες. Αυτό χρειάζεται η δηµόσια εκπαίδευση: τη σταδιακή µεταβολή της σχολικής κουλτούρας σε µια κουλτούρα πουδεν φοβάται τις αλλαγές και δεν υπερασπίζεται τα όποια κεκτηµένα για να αναιρέσει τον µετασχηµατισµό της.

Η κυρία Μαρία Ρεπούση είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης στην Παιδαγωγική Σχολή του ΑΠΘ.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ