Π οιο είναι το πλαίσιο των δυνητικών σχέσεων μυθιστορίας και ιστορίας; Ή, πώς μπορεί να συντεθεί ένα μυθιστόρημα χωρίς να αποτελέσει ιστορικό μυθιστόρημα (αυτό το είδος τελευταία γνωρίζει μια νέα έξαρση χωρίς αξιόλογα «αποτελέσματα», με δεδομένες τις αναφυόμενες «εξαιρέσεις»), αλλά και ούτε να προκύψει ως μυθιστορία χωρίς ιστορική γείωση (η πρακτική αυτή ουδέποτε είχε ανασταλεί); Επομένως, πώς η ιστορία αξιοποιείται υποβοηθητικά και δεν βαραίνει στην εκδίπλωση της αφήγησης; Από μιαν άποψη, πώς συνιστά ζυγισμένη εκδοχή «ποιητικής της ιστορίας» που παραμένει βέβαια αποτελεσματική στο πεδίο αποκλειστικά της λογοτεχνίας;

Ας αρχίσουμε από την ιδιαιτερότητα του «χωρό-χρονου». Στη μέριμνα του αφηγηματοποιού ανήκει η «τοπικότητα» που θα μπορούσε να ορισθεί ως η πλούσια σε καθορισμούς και σχέσεις ολότητα μικρής πληθυσμιακής ενότητας. Σ΄ αυτό το αφηγηματικό εγχείρημα η «ολότητα» προβάλλει την ιδιαιτερότητά της σε σχέση με το «κέντρο» και συγκροτεί την ιδιοσυστασία της μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα συντελεστών ή παραγόντων, οι σχέσεις των οποίων υπερβαίνουν τους επιμέρους εκθέτες τους. Δεν πρόκειται βέβαια για την απομόνωση του «τοπικού», με ένα πνεύμα ρητής ή όχι «επαρχιώτικης» διάθεσης, αλλά για την επακρίβωση τόσο του «στενού» όσο και του «ευρέος» ορίζοντα ανάδυσής του. Λειτουργούν επομένως «ενδογενείς» και «εξωγενείς» όροι για τη συγκρότησή του και, πολύ περισσότερο, καθίσταται πρόδηλη η ιστορικότητα των εκφάνσεών του.

Στην περίπτωσή μας πρόκειται, κυρίως, για τα Γιάννινα και την ενδοχώρα τους, από την Κατοχή και ιδίως από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου ώς τις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Επιπλέον, κρίνεται αποδοτική η αναγκαία προσφυγή στα «γλωσσικά ιδιώματα» της περιοχής. Τούτο δεν ενοχλεί τον αμύητο αναγνώστη που μέσω των οικείων αστερίσκων ανατρέχει στο ολιγοσέλιδο γλωσσάρι, το οποίο παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου. Αυτή η διακριτική γλωσσική «ιδιοπροσωπία» στερεώνει το σκηνικό του έργου και δεν το αποδομεί, μια και η ζήτηση της ιδιαιτερότητας δεν ολισθαίνει σε εκζήτηση. Δηλαδή, δεν υπόκειται κάποια ενθυλάκωση «ιδιωτικής γλώσσας» με δικαιώματα ριζικής αυτοτέλειας. Οσο για την τελευταία «ιστορία», νησί του Αιγαίου με το «βαθύ γλαυκό του πέλαγου» αποπνέει «παράξενη γοητεία», ιδίως στις «στιγμές της μοναχικότητας» από το λιμάνι ώς τη Χώρα.

Πώς η λογοτεχνική γραφή διευκολύνει την αβίαστη μετατροπή του φευγαλέου ιστορικού μακροεπίπεδου (ενδεικτικά: «μάχες στον Γράμμο και το Βίτσι», εκτέλεση του Μπελογιάννη, ίδρυση της ΕΡΕ, πτώση του Ζαχαριάδη, δολοφονία του Λαμπράκη, «ανένδοτος αγώνας» του Γ. Παπανδρέου, ο «Παπανούτσος του Υπουργείου», Μεταπολίτευση, απαλλαγή από τη «μούχλα του ΠαΣοΚ») σε μικρόκοσμο των υποκειμένων, μέσα από ένα σύνολο αγωγών αυτής της διαμεσολάβησης;

Ή, ακριβέστερα, ποιος είναι ο φορέας που καθιστά εντελώς συγκεκριμένο αυτόν τον «χωρό-χρονο»; Είναι οι «ιστορίες» μιας «οικογένειας μεγαλωμένης μέσα σε καχυποψίες και κάθε λογής αποσιωπήσεις μιας αλήθειας ή αποκρύψεις ενός μυστικού που κουβαλούσαν άνδρες και γυναίκες βάρος στη συνείδησή τους». Και ποιος εμφανίζεται ως κεντρικός ιστός των σημασιών της μυθιστορίας; Η «απέθαντη Μαριάνθη» που έως τα ενενήντα εφτά της χρόνια μέσω της «επίκλησης των ονείρων ασκούσε εξουσία». Δηλαδή, μ΄ αυτήν την «εξουσία» μπορούσε να κρατάει την «οικογένεια αλλά και κάποιους συγγενείς ή ακόμη και γειτόνους σφιχτοδεμένους στον ποδόγυρό της», εφόσον κανένας τους «δεν τολμούσε να ψελλίσει γνώμη διαφορετική ή να σηκώσει ανάστημα απέναντι στο υπερπέραν και στον διαμεσολαβητή του». Εχουμε μπροστά μας ό,τι ονομάστηκε από τον W. Reich «κεντρικός κοινωνικός θεσμός», εφόσον η οικογένεια μεταδίδει τον κυρίαρχο «φόβο της ελευθερίας» χωρίς ωστόσο να απωθεί ανέκκλητα τους «λογικούς σκοπούς της απελευθέρωσης».

Μέσα σε ποιον καμβά αρθρώνεται το πεδίο της μυθιστορίας; Από τη μια πλευρά λειτουργεί μια κατάσταση «κάθε λογής» φόβων. Δηλαδή, «ο φόβος της νύχτας, ο φόβος έξω από την πόλη, ο φόβος για το βιος τους, ο φόβος για τον διπλανό τους». Συνολικότερα, ο «φόβος για ό,τι θα τους ξημέρωνε την επομένη, που δεν μπορούσαν να φανταστούν τι δυστυχίες και οδύνες κουβαλούσε». Από την άλλη λαμβάνονται αποφάσεις ενός «ρίσκου», υψηλής «διακινδύνευσης» ή «μονάχα λίγης τόλμης». Ετσι το παιγνίδι ανάμεσα στην «αγοραφοβία» και την «αγορατολμία» καθιστά την «Ονειροκριτική» πρόβλεψη και καθοδήγηση των «διαδρομών ζωής».

Το τετράπτυχο της μυθιστορίας, μέσα από την αφήγηση τεσσάρων «ιστοριών»/ονείρων, έχει ως επίκεντρο το εκάστοτε παρόν, τόσο με ό,τι προηγείται όσο και σε ό,τι επιτρέπει να «αναδυθεί ένα άγνωστο πεπρωμένο». Η «Ονειροκριτική» («Τraumkritik») και εδώ έχει διττή σημασία: ο διαμεσολαβητής «ερμηνεύει» και «ορμηνεύει» ή συμβουλεύει. Από τις παλαιότερες και τις νεότερες προσεγγίσεις (από τον Ιπποκράτη ώς τον Lacan, χωρίς προφανώς να παρακαμφθεί ο Freud) θα μπορούσε κανείς να αρκεσθεί στις «Γλώσσες» του Αρτεμίδωρου από τη Δάλδη, θυμίζοντας τον ορισμό του «ονείρου» («κίνησις ή πλάσις ψυχής πολυσχήμων σημαντική των εσομένων αγαθών ή κακών») και την πρόταση διόδου προς τη λογοτεχνική γραφή: «ουδέν άλλο εστίν ονειροκρισία ή ομοίου παράθεσις».
Σ΄ αυτήν τη διελκυστίνδα «αγοραφοβίας» και «αγορατολμίας» διανοίγονται από την πλευρά της τελευταίας δύο αλληλένδετοι ορίζοντες προσδοκιών: η επιτέλεση του «χρέους για δικαιοσύνη», ως βεβαιότητα για την «τελική νίκη του καλού επάνω στο κακό», και συνάμα η ευχέρεια που έχει κανείς να «ονειρεύεται και να ελπίζει». Πρόκειται, σ΄ αυτήν την περίπτωση, για τα όνειρα του «ξύπνιου» που αφορούν «έναν καινούργιο κόσμο, ένα αλλιώτικο αύριο». Αυτή, λοιπόν, τη «δυνατότητα μιας ελπίδας» σκιαγραφεί το πρόσφατο βιβλίο του Νίκου Θέμελη: Η συμφωνία των ονείρων.

Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ