Από τις πρώτες «καθηγητικές ιστορίες» που άκουσα όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής (πολλά πολλά φεγγάρια πίσω, τότε που το δολάριο είχε 30 δραχμές και εισαγόμασταν στο πανεπιστήμιο με το Ακαδημαϊκό Απολυτήριο), ήταν αυτή με τον καθηγητή της τότε Ανωτάτης Εμπορικής που δίδασκε Αστικό Δίκαιο και, κάθε χρόνο, όταν έφθανε στα σχετικά με την οικογένεια θέματα εξηγούσε σαρκαστικά: «Εις περίπτωσιν διαλύσεως του γάμου, τα προικώα επιστρέφονται, πανεπιστημιακαί έδραι όμως όχι» – και κάγχαζε το ακροατήριο που περίμενε πώς και πώς να ακούσει την ατάκα που είχε ήδη μεταφερθεί από τους παλαιότερους. Ολοι ήξεραν ότι αναφερόταν σε συνάδελφό του καθηγητή ο οποίος είχε παντρευτεί κόρη άλλου καθηγητή αλλά αμέσως μετά την εκλογή του χώρισε. Ομως και στη δική μας σχολή κυκλοφορούσαν φήμες για τον τάδε καθηγητή που ήταν γιος καθηγητή ή για τον δείνα που είχε ερωμένη τη σύζυγο πατρινού πολιτικού και εξελέγη καθηγητής νεότατος, ούτε καν 30 ετών. Οταν έγινα και εγώ καθηγητής, διαπίστωσα ότι όλα αυτά δεν ήταν φοιτητικοί μύθοι. Θα θυμάμαι πάντα το κυνικό επιχείρημα συναδέλφου που ήταν αντίθετος σε εκλογή άξιας υποψήφιας: «Ας την πάρει ο άντρας της στο Τμήμα του, γιατί να τη φορτωθούμε εμείς;».

Για την οικογενειοκρατία και την αναξιοκρατία στα πανεπιστήμια, λοιπόν, δεν ευθύνεται η μεταπολίτευση, όπως θα ήθελαν πολλοί συντηρητικοί που νοσταλγούν τον παλιό καλό καιρό της ευταξίας και της κοσμιότητας και (κυρίως) τον καιρό που η καταγωγή και οι συγγενικές σχέσεις καθόριζαν την κοινωνική θέση, τα αξιώματα και τις σταδιοδρομίες. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η λέξη «νεποτισμός» ως απαξιωτική καταγγελία της εύνοιας προς συγγενείς επινοήθηκε για να χαρακτηρίσει φαινόμενα στον μόνο προκαπιταλιστικό θεσμό που η ιεραρχία του δεν καθοριζόταν από οικογενειακές σχέσεις, την Καθολική Εκκλησία δηλαδή, όπου η αγαμία εμπόδιζε την κληρονομικότητα των αξιωμάτων και η επάνδρωσή τους γινόταν με εκλογή. Στην υπόλοιπη, πλην Εκκλησίας, κοινωνία η θέση καθενός καθοριζόταν από τη στιγμή της γέννησής του, είτε για βασιλιάδες είτε για δουλοπάροικους είτε για μάστορες συντεχνιών. Η «οικογενειοκρατία» ήταν αυτονόητη και αδιαμφισβήτητη κοινωνική πραγματικότητα πριν από την αμερικανική και τη γαλλική επανάσταση.

Ο Μπιλ Γκέιτς και η ΙΒΜ

Φοιτητές και φοιτήτριες σε αμφιθέατρο της Θεολογικής Σχολής

Ομως η αγαμία δεν ισχύει για τους πανεπιστημιακούς, όπως δεν ισχύει για τους γεωργούς, τους επιχειρηματίες ή τους πολιτικούς. Και σε καμία κοινωνία (εκτός από εκείνες όπου έγινε βίαιη κομμουνιστική κολεκτιβοποίηση) δεν αμφισβητήθηκε το συγγενικό δικαίωμα στην ιδιωτική σφαίρα, πρωτίστως στην περιουσία. Ομως στη δημόσια σφαίρα, σε όλες τις χώρες που έχουν υιοθετήσει τις αρχές του κοινοβουλευτισμού, είναι θεσμικά αδιανόητη η οικογενειοκρατία- ακόμα και στις μεγάλες πολυμετοχικές εταιρείες, η διαχείριση μέσω οικογενειακών σχέσεων είναι αδιανόητη. Αλλά, φυσικά, η κοινωνική πραγματικότητα δεν υποτάσσεται πάντα στους θεσμούς, ακόμα και εκεί που υποτίθεται ότι είναι απολύτως ορθολογικοί- για παράδειγμα, το ΜS-DΟS του Μπιλ Γκέιτς σίγουρα δεν ήταν το καλύτερο λειτουργικό σύστημα για μικροϋπολογιστές στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και η ΙΒΜ μάλλον δεν θα το υιοθετούσε αν δεν υπήρχε η προσωπική γνωριμία του τότε διευθύνοντος συμβούλου της John Οpel με τη μητέρα του σημερινού δισεκατομμυριούχου- που απέκτησε τα πλούτη του σε βάρος της ΙΒΜ γιατί τάχιστα άρχισαν να δημιουργούνται κλώνοι των μικροϋπολογιστών της ενώ κλώνοι των προγραμμάτων της Μicrosoft δεν επετράπη ποτέ να γίνουν. Οταν, λοιπόν, η «εταιρική διακυβέρνηση» της κολοσσιαίας ΙΒΜ υποτάσσεται στις διαπροσωπικές και οικογενειακές σχέσεις, γιατί να μην υποκύψουν το Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας, η Ιατρική Σχολή ή το Πολυτεχνείο; Γιατί να μη ζημιωθούν οι φοιτητές διδασκόμενοι από μέτριους δασκάλους όπως ζημιώθηκαν οι μέτοχοι της ΙΒΜ; Ή όπως ζημιώνεται η δημόσια ζωή από το γεγονός της πρωτοφανούς οικογενειοκρατίας που κυριαρχεί στο ελληνικό πολιτικό σύστημα; Ισοι δεν είμαστε όλοι;

Αδερφοποιτοί και υιοθετημένοι
Πράγματι, ίσως στην προσπάθεια διατήρησης των ανισοτήτων που μας συμφέρουν ατομικά να είμαστε εξίσου ίσοι όπως και στον θάνατο- και θάνατο για τους θεσμούς προαναγγέλλουν τα φαινόμενα αναξιοκρατίας. Το χάλι του ελληνικού πολιτικού συστήματος (που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία, όπως παραδέχθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας) οφείλεται και στην οικογενειοκρατία, όπως και το χάλι του πανεπιστημιακού συστήματος. Η περίφημη αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων καταλήγει διαχείριση μικρών (ή και μεγάλων) οικογενειακών επιχειρήσεων από όσους αναλαμβάνουν διοικητικές θέσεις (πρυτάνεις, πρόεδροι, κοσμήτορες, διευθυντές τομέων ή εργαστηρίων, επικεφαλής ερευνητικών προγραμμάτων). Πρόκειται για διευρυμένες οικογένειες που περιλαμβάνουν αδερφοποιτούς πανεπιστημιακούς συνδικαλιστές, υιοθετημένους συνδικαλιστές φοιτητές, κουμπάρους διοικητικούς υπαλλήλους. Εξαιρέσεις υπάρχουν, φυσικά, αλλά δυστυχώς πρόκειται μόνο για εξαιρέσεις.

Ωρα για δράση
Δεν είναι της ώρας η κοινωνιολογική ανάλυση γιατί στα δημόσια πράγματα της χώρας εξακολουθούν να έχουν τόση ισχύ οι οικογενειακές σχέσεις- η ώρα είναι για δράση, για θέσπιση κανόνων που θα δυσκολεύουν την οικογενειοκρατία και την αναξιοκρατία στο πανεπιστήμιο. Την ανάπτυξή τους διευκολύνει ο κλειστός, θερμοκηπιακός χαρακτήρας των πανεπιστημίων, το γεγονός ότι οι διαδικασίες προσλήψεων, ελέγχου, λογοδοσίας είναι εσωτερικές και εξαρτώνται από σχέση δυνάμεων μεταξύ ομάδων που δεν αμφισβητούν τον θεσμό της οικογενειακής επιχείρησης αλλά θέλουν να τον χρησιμοποιήσουν για λογαριασμό τους. Οι παλαιές κομματικές διαφορές έχουν ξεπεραστεί προ πολλού, διοικούσα Αριστερά και Δεξιά στο πανεπιστήμιο σε ένα συμφωνούν: Μη θίγετε τα δικαιώματά μας.

Οι προτάσεις της Αννας Διαμαντοπούλου και οι ενέργειες του Γιάννη Πανάρετου είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και είναι ακατανόητη η πλήρης απόρριψή τους από μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας. Μάλλον δεν είναι πλειοψηφία οι αρνητές αλλά διαθέτουν τη δύναμη των μηχανισμών που έχουν δημιουργήσει. Φυσικά μπορεί και πρέπει να βελτιωθεί μέσα από τον διάλογο η πρόταση για την αναμόρφωση της ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά δεν πρέπει να θιγεί η ουσία της: το άνοιγμα του πανεπιστημίου στην κοινωνία.

Αν όμως αποτύχει η αλλαγή, δεν θα οφείλεται στην αντίδραση των πανεπιστημιακών αλλά στο γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να ανατρέψει τις ίδιες τις αρχές που το διέπουν σε ένα άλλο σύστημα. Που θα πει, δεν υπάρχει σωτηρία.

Ρsychoyos@tovima.gr