Στο ερώτημα αν το ποδόσφαιρο ενισχύει τον εθνικισμό η απάντηση είναι απλώς «όχι». Ο εθνικισμός είναι ένα ιστορικό φαινόμενο με κοινωνικές αιτίες και παραμέτρους που μπορεί να εκδηλώνεται σε όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, άρα και στο ποδόσφαιρο, αυτό το τελευταίο όμως είναι πολύ ευρύτερο κόλπο, πολύ πιο ανοιχτό και «ελεύθερο» από τις προδιαγραφές του εθνικισμού.

Το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα άθλημα όπως τ΄ άλλα· είναι ένα παιχνίδι, ένα παγκόσμιο πάθος, ένα συλλογικό ασυνείδητο που κρατάει ζωντανή την παιδική μας ηλικία. Ταυτόχρονα είναι και σχολείο συνδυασμού της ατομικότητας με τη συλλογικότητα και της γείωσης του σώματος στη γη, αφού κανονικά παίζεται σε χώμα ή σε χορτάρι. Αλλά είναι τόσο ευέλικτο που παίζεται και παντού, στην πλατεία, στο πεζοδρόμιο, στο δημόσιο γήπεδο του μπάσκετ (!), παίζεται με μπάλα αλλά και με αερόμπαλα, με τόπι, με μπαλάκι του τένις, με κουκουνάρι, με πλαστικό μπουκάλι και με κουτί από αλουμίνιο. Τα γράφω γιατί το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο η κορυφή της πυραμίδας, η ποδοσφαιρική βιομηχανία, αλλά ένα τεράστιου εύρους και βάθους φαινόμενο.

Βέβαια ειδικά η ποδοσφαιρική βιομηχανία, ως τομέας που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους, είναι φυσικά πεδίο χειραγώγησης και πολιτικής εκμετάλλευσης· ας θυμηθούμε μόνο την περίοδο της χούντας. Εκεί μπορεί κανείς να εξαγοράσει διαιτητές, να λαδώσει αντιπάλους, να κάνει τα δέοντα τέλος πάντων για να έχει εκμεταλλεύσιμα αποτελέσματα. Δύσκολα βέβαια, και για λίγο καιρό. Ενα σχέδιο πολιτικής/εθνικής εκμετάλλευσης μπορεί να εφαρμοστεί πιο εύκολα αλλού. Στον αθλητισμό στίβου, για παράδειγμα, όπου η Ανατολική Γερμανία, με αθλητές εργαστηρίου, κυριαρχούσε κάποτε στον κόσμο, ή στην άρση βαρών με τη χρήση αναβολικών. Στο ποδόσφαιρο αυτό δεν γίνεται. Μαζί με τους παίκτες παίζουν και τόσοι αστάθμητοι παράγοντες ώστε δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος.

Στο επίπεδο εθνικών ομάδων εκφράζεται ένας συμβολικός εθνικισμός. Εκφράζεται το εθνικό αίσθημα γενικότερα- αλλά αυτό είναι κάτι άλλο. Σε ένα παλαιότερο Μουντιάλ είχαν ρωτήσει τους προπονητές των φιναλίστ ποια προσόντα χρειάζεται να έχει ένας προπονητής εθνικής ομάδας. Ο μεγάλος Βαλερί Λομπανόφσκι, εκλέκτορας της σπουδαίας τότε (πολυ)εθνικής ομάδας της Σοβιετικής Ενωσης, είχε απαντήσει: «Να είναι πατριώτης»! Το αστείο είναι ότι ήταν ο μόνος που έθιξε αυτή την πτυχή, κανένας άλλος… Σήμερα η «εθνική» λειτουργία των εθνικών ομάδων είναι ακόμη πιο ελαστική, αφού ολόκληρες εθνικές ομάδες στηρίζονται σε μετανάστες, σε προερχόμενους από πρώην αποικίες και σε εθνικοποιημένους «ξένους». Ακόμη και μαύρο γερμανό διεθνή είδαμε…

Μια ποδοσφαιρική επιτυχία λοιπόν δίνει αφορμή να εκφραστούν εθνικά συναισθήματα, όπως και μια επιτυχία ενός αθλητή στον στίβο ή μια πρωτιά στη Γιουροβίζιον, ιδιαίτερα σε φτωχές πολιτισμικά χώρες. Σε ειδικές συνθήκες όπου προϋπάρχει εθνική αντιπαλότητα μπορεί να βρει έδαφος η εθνικιστική φαντασίωση, ή απλώς η εθνική εκτόνωση. Οι Ολλανδοί πανηγύρισαν τη νίκη της εθνικής ομάδας τους επί της Γερμανίας το 1988 γιατί τους το είχαν αμανάτι από την περίοδο της Κατοχής: έκφραση εθνικού αισθήματος χωρίς εθνικιστικές παρενέργειες τότε. Γενικότερα μιλώντας, το ποδόσφαιρο από τη φύση του και τη λειτουργία του δεν ενισχύει τέτοιες εκφράσεις. Το αντίθετο μάλιστα. Ο συγγραφέας Ιαν Μπουρούμα έχει γράψει ότι «σε ορισμένες χώρες το ποδόσφαιρο είναι το μόνο που ενώνει κοινότητες κατά τ΄ άλλα εντελώς διαφορετικές, όπως είναι οι σιίτες και οι σουνίτες στο Ιράκ ή οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί στο Σουδάν». Αυτό είναι αλήθεια. Οπως επίσης ότι στο ποδοσφαιρικό πάθος προβάλλονται και πολλές άλλες ταυτότητες, φύλου, κοινωνικής τάξης, οικογενειακής παράδοσης, τοπικότητας κ.λπ.

Ανεβαίνοντας στο επίπεδο των ποδοσφαιρικών ομάδων, εκεί οι συνθήκες αλλάζουν ακόμη περισσότερο. Λέω «ανεβαίνοντας» γιατί εκεί βρίσκεται η καρδιά του πραγματικού ποδοσφαιρόφιλου. Εκεί λοιπόν, όταν παίζει, για παράδειγμα, ένας ελληνικός σύλλογος διεθνή αγώνα, ο χλιαρός φίλαθλος θα τον υποστηρίξει ως ελληνικό, αλλά ο σκληρός πυρήνας των ποδοσφαιρόφιλων οπαδών των αντίπαλων ομάδων θα υποστηρίζει βεβαίως την ξένη ομάδα. Εκεί δεν υπάρχει εθνικός ιστός. Και συμβαίνει παντού, ακόμη και στις καλύτερες οικογένειες… Στην Ιταλία, στην Ισπανία και αλλού. Οταν κάποτε πήγε ο Παναθηναϊκός να παίξει εναντίον της Γιουβέντους, τον περίμεναν στο αεροδρόμιο οι οπαδοί της Τορίνο να του ευχηθούν. Ενας ταξιτζής μού έχει πει: «Δεν θέλω να χάνει ο Ολυμπιακός στην Ευρώπη, θέλω να χάνει και να υποφέρει». Πολλοί εξοργίζονται με αυτή την προσέγγιση. Αλλά τι να κάνουμε; Υπάρχει. Να λοιπόν μια βασική λειτουργία του ποδοσφαιρικού πάθους που όχι μόνο δεν ενισχύει τον εθνικισμό αλλά τον κάνει σκόνη και θρύψαλα.

Ο κ. Βάσιας Τσοκόπουλος είναι ιστορικός.