Είναι δίκαιο να δημοσιεύονται τα ονόματα όσων κατηγορούνται για φοροδιαφυγή; Οσων κατηγορούνται για διάπραξη κάποιου αδικήματος; Να δημοσιοποιούνται οι αποδοχές των εργαζόμενων στην ΕΡΤ; Στη σημερινή συγκυρία οι κραυγές είναι προς μια κατεύθυνση· και αυτή είναι βροντερά καταφατική. Μόλις όμως πριν από λίγο καιρό η αντίληψη για τα προσωπικά δεδομένα, για το τι πρέπει να κρατείται μυστικό ή όχι, είχε οδηγήσει στο ευτράπελο να αναφέρεται στον Τύπο η είδηση για τη σύλληψη κάποιου προσώπου και αντί του ονόματός του ο προσδιορισμός να γίνεται με την ηλικία, το επάγγελμα ή άλλα χαρακτηριστικά. Με ποιες αρχές μπορούμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα ανεξαρτήτως συγκυρίας;

Υποθέτω ότι αν ρωτήσουμε κάποιον γιατί δεν πρέπει να αποκαλυφθεί με ποιον κοιμήθηκε το βράδυ θα έχει έτοιμες διάφορες πειστικές απαντήσεις, με την πιο απλή και αυτονόητη ότι το τι κάνει κάποιος στην κρεβατοκάμαρά του είναι κατ΄ αρχάς δική του δουλειά. Δεν σχετίζεται, τουλάχιστον άμεσα, με κάποια συλλογική δραστηριότητα. Επειδή πιστεύουμε ότι ο καθένας έχει ανάγκη από ένα «χώρο» που να ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν τον ίδιο, που να διαφεύγει της συλλογικής-κρατικής δικαιοδοσίας, γι΄ αυτό προστατεύουμε την ιδιωτική ζωή με δικαιώματα που εγγυώνται το απαραβίαστό της. Ο οίκος και ιδιαίτερα η κρεβατοκάμαρα είναι το κέντρο της ιδιωτικής σφαίρας του ατόμου και η ρήση «Τα εν οίκω μη εν δήμω» είναι χαρακτηριστική της αξίωσης προστασίας αυτής της σφαίρας. Τα πράγματα αλλάζουν όσο απομακρυνόμαστε από την κρεβατοκάμαρα και πλησιάζουμε την πλατεία, τον δήμο, την αγορά. Εκεί η δραστηριότητα του ατόμου είναι εξ ορισμού συλλογική, εμπλέκεται άμεσα με άλλους, επομένως το τι κάνει κάποιος δημόσια δεν είναι κατ΄ αρχάς μόνο δική του δουλειά και δεν μπορεί να αξιώνει από τους άλλους και το κράτος να μην ανακατεύονται. Η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας ζωής είναι ένας παραλογισμός που κανείς δεν μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίξει. Στον δήμο, στην αγορά, ισχύει το ακριβώς αντίθετο της κρεβατοκάμαρας: «Τα εν δήμω μη εν οίκω».

Τα όρια βεβαίως της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας (όπως άλλωστε οι περισσότερες έννοιες) δεν χαράσσονται με κόκκινες γραμμές. Ο,τι συμβαίνει στην κρεβατοκάμαρα δεν είναι εξ ορισμού ιδιωτική υπόθεση. Αν π.χ. κάποιος κακοποιεί τη γυναίκα του δεν είναι υπόθεση ιδιωτική που δεν αφορά την κοινωνία. Και αντίθετα, ό,τι συμβαίνει εκτός του οίκου δεν είναι εξ ορισμού δημόσιο. Οι εξετάσεις π.χ. κάποιου σε μια κλινική δεν είναι άνευ ετέρου δημόσια υπόθεση. Ο οίκος και ο δήμος πρέπει να θεωρηθούν ως συμβολικά όρια. Αν η δραστηριότητα ταιριάζει περισσότερο στο πεδίο αυτονομίας των πολιτών τότε ανήκει στην ιδιωτική σφαίρα και αξίζει προστασίας. Αν, αντίθετα, αποτελεί μέρος της κοινωνικής δράσης ανήκει στη δημόσια σφαίρα. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις αντιλαμβάνεται κάποιος ότι όλα τα ερωτήματα που θέσαμε στην αρχή έχουν καταφατική απάντηση. Επειδή η φοροδιαφυγή ή η διάπραξη κάποιου αδικήματος αφορά δραστηριότητες που αδιαμφισβήτητα ανήκουν στη δημόσια σφαίρα, δεν υπάρχει καμία βάση που να στηρίζει την αξίωση κάποιου να μην αποκαλυφθεί ότι κατηγορείται για αυτές. Η δικαιολογία που προβάλλεται ότι υπάρχει κίνδυνος διαπόμπευσης του πολίτη, αφού συχνά οι κατηγορούμενοι εμφανίζονται ως ένοχοι, δεν ευσταθεί. Ο κίνδυνος αυτός αποφεύγεται με την αυστηρή τήρηση του τεκμηρίου αθωότητας. Οχι μόνο πρέπει να απαιτούμε να είναι σαφές ότι η κατηγορία δεν ισοδυναμεί με ενοχή και να τιμωρούμε όποιον το συγχέει αλλά εμείς οι ίδιοι, ως πολίτες, να αποκτήσουμε την παιδεία που επιβάλλει να μη θεωρούμε κάποιον αθώο μέχρις ότου αποφανθεί η Δικαιοσύνη. Σε τόσα πράγματα δείχνουμε δυσπιστία έναντι της κρατικής εξουσίας. Μόνον όταν κατηγορεί κάποιους πολίτες είμαστε ευκολόπιστοι; Θα ήταν εθελοτυφλία αν δεν βλέπαμε ότι στη σημερινή συγκυρία υπάρχει όχι μόνο κίνδυνος διαπόμπευσης, αλλά διάθεση για κυνήγι μαγισσών. Δεν είναι υπερβολή η διαπίστωση ότι πολλοί είναι έτοιμοι με την παραμικρή φήμη ή ανάρτηση στο Διαδίκτυο να δείχνουν με το δάκτυλο ενόχους και αν δεν εναντιωθούμε στον εντυπωσιασμό ή στην εκτόνωση κινδυνεύουμε να βρεθούμε σε μια κατάσταση πλήρους ανομίας. Τόσο η κυβέρνηση όσο και τα μέσα ενημέρωσης πρέπει να καταλάβουν ότι αυτοκτονούν με τη διάλυση κάθε έννοιας κράτους δικαίου. Για αυτό εκτός από την αυστηρή τήρηση του τεκμηρίου αθωότητας πρέπει η είδηση για κατηγορία κάποιου πολίτη να μεταδίδεται μόνον όταν υπάρχει κάποια κρατική πράξη (άσκηση δίωξης ή βεβαίωση οφειλής) που να τη βεβαιώνει. Χθες ζούσαμε τον παραλογισμό ότι η άσκηση ποινικής δίωξης είναι προσωπικό δεδομένο που δεν πρέπει να αποκαλύπτεται. Σήμερα κινδυνεύουμε να φτάσουμε στο άλλο άκρο, να καταδικάζουμε με φήμες και προκαταλήψεις. Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Αθηνών