Και πάλι ο λόγος για την εγκληματικότητα, μάλιστα το βίαιο έγκλημα, την ανασφάλεια και τον φόβο θυματοποίησης, την αναζήτηση ευθυνών στους μηχανισμούς καταστολής. Αυτή τη φορά λόγω της έξαρσης το τελευταίο διάστημα της λεγόμενης «εγκληματικότητας του δρόμου» που συχνά εμπεριέχει και το στοιχείο της ακραίας και αναίτιας βίας. Το φάσμα της οικονομικής κρίσης εντείνει την ανησυχία, ενθαρρύνει τις Κασσάνδρες και ενισχύει την περιρρέουσα αίσθηση κινδύνου και απειλής. «Αν ήδη γίνονται όλα αυτά, τι θα συμβεί αργότερα;» είναι το ερώτημα που αιωρείται ρητά και άρρητα.. Η απάντηση πράγματι δεν είναι εύκολη. Κρίσιμο ζητούμενο είναι η κατανόηση σε βάθος των παραμέτρων του προβλήματος.

Κατ΄ αρχήν, η υπαρκτή διάχυση της βίας στον κοινωνικό ιστό δεν προέρχεται από «παρθενογένεση», ούτε μπορεί να οφείλεται στην αιφνίδια οικονομική επιδείνωση. Οι ρίζες του προβλήματος ανάγονται σε κοινωνικές διαδικασίες της τελευταίας δεκαετίας και έγιναν ιδιαίτερα αισθητές μετά το 2004: τότε εξανεμίστηκε τόσο η κοινωνική ευφορία που είχε προκαλέσει η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα όσο και η (πλασματική όπως αποδείχθηκε) ανάπτυξη, οι οποίες συσκότιζαν τις παθογένειες που είχαν ήδη εγκατασταθεί στην κοινωνική και πολιτισμική δομή. Από το τέλος της δεκαετίας του 1990 ο ατομικισμός και ο καταναλωτισμός αποτέλεσαν κυρίαρχες αξίες στον δημόσιο λόγο και τις κοινωνικές πρακτικές, τροφοδοτώντας αισθήματα διάψευσης και ματαίωσης σε κοινωνικές ομάδες λόγω της «συγκριτικής αποστέρησης» που βίωναν πολλά μέλη τους.

Η διάσπαση του κοινωνικού ιστού, η αποδυνάμωση συλλογικοτήτων, η προϊούσα έκλειψη αισθημάτων κοινότητας και αλληλεγγύης, η απαξίωση της κρατικής και πολιτειακής αυθεντίας και η απονομιμοποίηση των θεσμών, η τάση προς την αυτοδικία για την επίλυση των όποιων προβληματικών καταστάσεων, η συγκρουσιακή διάθεση σε ατομική βάση, διαμόρφωναν την περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα και έδιναν τον τόνο της καθημερινότητας. Ταυτόχρονα, η εντονότερη από παλαιότερα άφιξη αντικανονικών μεταναστών τα τελευταία χρόνια από χώρες της Ασίας και της Αφρικής, όξυνε εκ νέου την ξενοφοβία, κυρίως υπό τη μορφή της «Ισλαμοφοβίας», και ενεργοποίησε ένα νέο «φαύλο κύκλο» αρνητικής κοινωνικής διαντίδρασης, κυρίως στα μικροαστικά και λαϊκά στρώματα, με υπομόχλια τα υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα σε συνοικίες της Αθήνας.

Ομάδα νεαρών καταστρέφει τις βιτρίνες πολυκαταστήματος στα Χανιά, τον Δεκέμβριο του 2008, έπειτα από πορεία διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του 16χρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Στις «τυφλές» εξεγέρσεις, όταν οι εξεγερμένοι κινούνται μόνον από την απελπισία, το μίσος, τον φθόνο ή ακόμα και την ιδιοτέλεια, παύουν να λειτουργούν ως σώμα λαού

Με τον τρόπο αυτόν, όλη αυτή την περίοδο παρατηρείται ποιοτική μετάλλαξη και «σκλήρυνση» και στα δύο άκρα του εγκληματικού φάσματος, δηλαδή το σοβαρό οικονομικό έγκλημα και την εγκληματικότητα του δρόμου. Επίσης, εγκαθίστανται οριστικά δομές οργανωμένου εγκλήματος στον κοινωνικό ιστό, που προϋποθέτουν διαπλοκή με φορείς της κρατικής εξουσίας αλλά και εισάγουν νέες μορφές σκληρής εγκληματικότητας, όπως τα συμβόλαια θανάτου. Το πρόβλημα οξύνεται και περιπλέκεται από την ταυτόχρονη συνδρομή συγκυριακών παραγόντων, όπως η αποδιοργάνωση των όποιων δομών μεταχείρισης τοξικοεξαρτημένων, η ύπαρξη μιας εκτεταμένης μαύρης αγοράς όπλων, η ενίσχυση των δικτύων πορνείας και προστασίας. Η πρόσφατη οικονομική ύφεση απλώς εμπεδώνει την ανομική κοινωνική πραγματικότητα. Η βία τροφοδοτείται από διαφορετικές εστίες σε όλα τα επίπεδα. Την κοινωνική βία των ισχυρών ελίτ, την κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Αστυνομίας εις βάρος μελών ευάλωτων στρωμάτων, τις σκληρές μεθόδους του οργανωμένου εγκλήματος, την επίδειξη θρασύτητας από το κοινό έγκλημα του δρόμου, την αύξηση των εγκλημάτων επιβίωσης από το κοινωνικό περιθώριο, την επιλογή της αυτοδικίας σε προβληματικές καταστάσεις της καθημερινότητας των πολιτών. Κοντά σε αυτά, η έξαρση της μη ωφελιμιστικής βίας από ομάδες εφήβων και νέων, είτε με τη μορφή του χουλιγκανισμού είτε με συλλογικές μορφές παραβατικότητας, επιδιώκοντας εκεί την καταξίωση και τον αυτοσεβασμό.

Κατά συνέπεια, δεν πρόκειται για τη συγκυριακή εκδήλωση μιας εξωγενούς παθολογίας λόγω της οικονομικής κρίσης, οι συνέπειες άλλωστε της οποίας δεν είναι ακόμη έντονα αισθητές. Η πραγματική κοινωνική κρίση έχει βάθος χρόνου και δομικά χαρακτηριστικά. Αλλωστε, η φτώχεια υπό τη στενή και κυριολεκτική έννοια, ουδέποτε βρίσκεται σε ευθεία αιτιακή σχέση με την έξαρση του εγκλήματος. Αρκεί να θυμηθούμε το μέσο επίπεδο ζωής και τα προβλήματα εγκληματικότητας στην Ελλάδα πριν από 40 ή 50 χρόνια.

Επομένως, η βίαιη εγκληματικότητα αποτελεί ένα φαινόμενο «ολιστικό», και μόνο με ανάλογες ολιστικές μεθόδους μπορεί να αντιμετωπιστεί ή να περισταλεί. Αυτό σημαίνει τη λήψη όχι μόνο βραχυπρόθεσμων μέτρων αλλά και τη χάραξη τουλάχιστον μεσοπρόθεσμων πολιτικών. Η εμφανής αστυνόμευση για παράδειγμα είναι χρήσιμη και αναγκαία, αλλά δεν θα οδηγήσει πουθενά αν δεν συνοδευτεί από την εφαρμογή τοπικά προσδιορισμένων μέτρων αντεγκληματικής πολιτικής. Η υποκειμενική αίσθηση ανασφάλειας δεν πρόκειται να μειωθεί χωρίς την ανάληψη πρωτοβουλιών σχετικά με το αστικό περιβάλλον, την ανάσυρση από τη θεσμική αφάνεια αντικανονικών μεταναστών και αιτούντων άσυλο, την ενεργοποίηση κοινωνικών υπηρεσιών για τη μεταχείριση των τοξικοεξαρτημένων. Πάνω απ΄ όλα όμως, απαιτείται η συστηματική επιδίωξη αναστροφής ενός πολιτισμικού κοινωνικού κλίματος απαξίωσης και καχυποψίας προς τους θεσμούς, της γενικευμένης πεποίθησης για την ανεμπόδιστη κυριαρχία της αναξιοκρατίας, της εμπεδωμένης αντίληψης ότι η αδιάκριτη χρήση πλάγιων μέσων ή και παράνομων μεθόδων πλουτισμού και κοινωνικής καταξίωσης τελικά επιβραβεύεται.

Ο κ. Βασίλης Καρύδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.