Η παρατεταμένη κερδοσκοπική επίθεση εναντίον του ευρώ και των αδύναμων οικονομιών της Νότιας Ευρώπης είναι ταυτόχρονα ένδειξη και αποτέλεσμα της πολιτικής αδυναμίας που χαρακτηρίζει την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η έλλειψη ισχυρών μηχανισμών σχεδιασμού και εφαρμογής οικονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο επιτρέπει στις αγορές να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα, δηλαδή να παράγουν κέρδος για τον εαυτό τους. Το περιστατικό αυτό είναι μόνο το τελευταίο σε μια σειρά κρίσεων και αποτυχημένων προσπαθειών συντονισμού κυβερνήσεων στο διεθνές επίπεδο: τόσο η σύνοδος των G20 στο Λονδίνο για την οικονομική κρίση (Απρίλιος 2009) όσο και η διάσκεψη του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή στην Κοπεγχάγη (Δεκέμβριος 2009) απέτυχαν να καταλήξουν σε συγκεκριμένες αποφάσεις και δεσμευτικά μέτρα. Οι παγκόσμιες προκλήσεις είναι τεράστιες, ενώ ταυτόχρονα παρατηρούμε διεθνές έλλειμμα ηγεσίας, καθώς επίσης και σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των ισχυρών και των αναδυομένων κρατών. Ωστόσο η βαθύτερη αιτία όλων αυτών των εξελίξεων ίσως είναι το ολοένα αυξανόμενο κενό ισχύος- η πολιτική αδυναμία των ίδιων των (δημοκρατικά εκλεγμένων) ηγετών και κυβερνήσεων να επιβάλουν τις λύσεις που όλοι γνωρίζουν ότι απαιτούνται.

Είναι αξιοσημείωτο ότι παρά την ενισχυμένη πλειοψηφία των Δημοκρατικών στη Γερουσία και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο πρόεδρος Ομπάμα δεν έχει μέχρι στιγμής καταφέρει να λάβει στα χέρια του ένα ολοκληρωμένο νομοσχέδιο για τη μεταρρύθμιση στον τομέα της υγείας- για να μην αναφερθούμε στην πλήρη απουσία ουσιαστικών πρωτοβουλιών στο θέμα της κλιματικής αλλαγής ή στην αδυναμία του κράτους να θέσει κάποιους όρους στις αγορές παρά τα τεράστια πακέτα στήριξης. Με την πρόσφατη απώλεια της 60ής έδρας στη Γερουσία – και παρά το γεγονός ότι οι Δημοκρατικοί εξακολουθούν να έχουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο- τορπιλίζεται η νομοθετική ατζέντα του Ομπάμα, και μαζί της η ελπίδα άμεσης και ουσιαστικής προόδου σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα.

Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για πολλές άλλες περιπτώσεις ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που αντιμετωπίζουν κρίση αποτελεσματικότητας, δημοφιλίας ή επιβίωσης (Βρετανία, Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία κ.ά.). Παρά τις πολιτισμικές και πολιτικές διαφορές, το μοτίβο τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη είναι πλέον γνωστό: Η νέα κυβέρνηση ξεκινάει με ισχυρή λαϊκή εντολή και θέληση για τομές. Υστερα από έξι μήνες ή έναν χρόνο- και εφόσον έχουν εξαντληθεί τόσο οι «εύκολες» πρωτοβουλίες σε επίπεδο συμβολι σμών όσο και ο λαϊκός ενθουσιασμός- η κυβέρνηση σταδιακά χάνει την ισχύ της και εν τέλει τη νομιμοποίησή της έχοντας αποτύχει να αλλάξει την «καθημερινότητα του πολίτη». Η αποτυχία αυτή δυστυχώς δεν πλήττει μόνο το εκάστοτε κυβερνών κόμμα αλλά και την αξιοπιστία των ίδιων των δημοκρατικών θεσμών.

Μια- κάπως απλοϊκή- εξήγηση είναι το να οφείλεται αυτό το γενικευμένο αίσθημα αποτυχίας της δημοκρατικής πολιτικής στην έλλειψη κατάλληλων προσώπων, δηλαδή τολμηρών ηγετών οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να θυσιάσουν την προσωπική τους εικόνα για να υπηρετήσουν το κοινό καλό. Μια άλλη ενδεχόμενη αιτία είναι η κακή διαχείριση των προσδοκιών της κοινωνίας, η οποία συχνά απαιτεί ενδείξεις δραματικών αλλαγών μέσα σε «100 ημέρες», έξι μήνες ή δύο χρόνια, χωρίς να είναι διατεθειμένη να κάνει τις ανάλογες θυσίες, κοιτώντας μόνο το «αέναο σήμερα» και αγνοώντας τα όσα έχουν επιτευχθεί.

Υπάρχει, ωστόσο, και μια τρίτη παράμετρος: η εκτελεστική εξουσία των εθνικών κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένου και του ρόλου του κράτους στην οικονομία, έχει περιοριστεί δραματικά τα τελευταία τριάντα χρόνια, ενώ αντίθετα οι οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές προκλήσεις γίνονται ολοένα πιο περίπλοκες απαιτώντας κεντρικό συντονισμό. Η απορρύθμιση των αγορών, οι ιδιωτικοποιήσεις στρατηγικών τομέων της εθνικής ανάπτυξης και η εμφάνιση εξωγενών εμποδίων (παγκοσμιοποίηση δικτύων ισχύος, διάσπαση μέσων επικοινωνίας) αφαιρούν από τις κυβερνήσεις βασικά μέσα άσκησης πολιτικής. Οι εξελίξεις αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν αυτόματα. Ηταν αποτέλεσμα συνειδητών πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών. Βασίστηκαν στη λαϊκιστική ρητορική που προτάσσει ότι «η κυβέρνηση (ή το κράτος) είναι το πρόβλημα», απονομιμοποιώντας έτσι τον ρόλο των δημοκρατικών θεσμών.

Αυτό που όμως δεν ανέφεραν αυτοί που μεθοδικά αφαίρεσαν από τη δημόσια σφαίρα τα μέσα άσκησης πολιτικής είναι ότι το αντίθετο της ισχύος των δημοκρατικών θεσμών (εν προκειμένω της κυβέρνησης) δεν είναι κάποιου είδους «αόρατη δημοκρατία των αγορών» αλλά η αυθαίρετη επικράτηση των ισχυρών επί των αδυνάτων. Το ίδιο ισχύει και για όσους πιστεύουν ακόμη ότι η απόρριψη κάθε ρεαλιστικής προσπάθειας μεταρρύθμισης θα οδηγήσει εν τέλει σε μια ευγενή αναρχία. Εάν το δεξιό μοντέλο των Θάτσερ και Ρίγκαν φέρει την κύρια ευθύνη για την αποδυνάμωση του κράτους, η στείρα απαξίωση κάθε ουσιαστικής πολιτικής πρότασης από τους υποτιθέμενους προστάτες του λαού δεν κάνει τίποτε άλλο από το να συντηρεί την υπάρχουσα κρίση και ανισότητα.

Ο κ. Ρ. Γεροδήμος είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βournemouth και πρόεδρος του Τομέα Ελληνικής Πολιτικής Επιστήμης (Greek Ρolitics Specialist Group) της Βρετανικής Εταιρείας Πολιτικών Σπουδών.