Λίγο μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου ο Ελληνας Πρωθυπουργός δήλωσε σε μια συνέντευξή του στη βρετανική εφημερίδα Guardian (6 Οκτωβρίου 2009) ότι «μέρος της ταυτότητάς μου είναι Ελληνας της Ελλάδας και Ελληνας της διασποράς» και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό μίλησε για καλύτερη αξιοποίηση των Ελλήνων της διασποράς. Ακούμε κατά καιρούς πολλούς πολιτικούς να επαναλαμβάνουν στερεότυπα ότι πρέπει να αξιοποιηθεί το επιστημονικό δυναμικό της ελληνικής διασποράς και να δημιουργηθούν κίνητρα για τον επαναπατρισμό του, αν και κάτι τέτοιο ήταν και θα είναι για πολύ καιρό ακόμη μάλλον ανεδαφικό και πρέπει να αναζητηθούν άλλοι τρόποι αξιοποίησης.

Τα τελευταία χρόνια έγιναν διάφορες μεμονωμένες προσπάθειες είτε προσέλκυσης Ελλήνων επιστημόνων από το εξωτερικό είτε απογραφής και αξιοποίησης όσων εργάζονται σε ξένα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Συγκεκριμένα το 1998 η Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας προώθησε ένα πρόγραμμα προσέλκυσης Ελληνόφωνων ερευνητών σε πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας για τρία χρόνια με την προοπτική της μόνιμης μετεγκατάστασης και απασχόλησής τους στην Ελλάδα αλλά δεν γνωρίζω τι απέδωσε τελικά και πόσοι επέστρεψαν. Επίσης πολλοί επιστήμονες του εξωτερικού συμμετείχαν την περίοδο 2001-2002 στην αξιολόγηση από το υπουργείο Παιδείας των προτάσεων για προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα των Ελληνικών Πανεπιστημίων στα πλαίσια του Δευτέρου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΕΠΕΑΕΚ).

Τον Απρίλιο του 2000 το Πανεπιστήμιο Αθηνών οργάνωσε μια συνάντηση πανεπιστημιακών της Διασποράς (Ηelladia- Ηellenic Αcademic Diaspora) ενώ τον Δεκέμβριο του 2003 το Ινστιτούτο Διεθνούς Συνεργασίας Ελλήνων Επιστημόνων, με έδρα τη Θεσσαλονίκη και υπό την αιγίδα του υπουργείου Εξωτερικών, φιλοξένησε ένα άλλο συνέδριο-συνάντηση στην έδρα του. Σκοπός του Ι.ΔΙ.ΣΥ.Ε.ΕΠ. ήταν «η προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των απανταχού ευρισκομένων Ελλήνων και ελληνικής καταγωγής επιστημόνων» αλλά λίγους μήνες μετά ανέστειλε τη λειτουργία του, ενδεχομένως λόγω κυβερνητικής αλλαγής.

Συμμετείχα σε αυτές τις συναντήσεις οι οποίες ανέδειξαν όχι μόνο τα πλεονεκτήματα με τις υποτροφίες ή τις ερευνητικές ευκαιρίες τις οποίες μπορούν οι Ελληνες του εξωτερικού να εξασφαλίσουν σε εγχώριους φοιτητές που θέλουν να κάνουν μεταπτυχιακές σπουδές ή να συνεχίσουν την έρευνά τους στο εξωτερικό αλλά και τις δυνατότητες για επιστημονικά δίκτυα μεταξύ των ίδιων Ελλήνων οι οποίοι εργάζονται σε διάφορες χώρες.

Ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες αξιοποίησης των επιστημόνων της διασποράς είτε δεν γνώρισαν συνέχεια είτε παρέμειναν ατελέσφορες, και θα πρέπει να προβλεφθούν πιο πρακτικοί και ανέξοδοι τρόποι, ώστε τέτοιες πρωτοβουλίες να αποδώσουν στο μέλλον και να έχουν διάρκεια. Ενας από αυτούς τους τρόπους θα μπορούσε να ήταν η δημιουργία μιας Ακαδημίας Ελλήνων Επιστημόνων της Διασποράς, όχι βέβαια με ισόβια ή αμειβόμενα μέλη στο πρότυπο της Ακαδημίας Αθηνών αλλά με μέληεταίρους (fellows), όπως συμβαίνει με πολλές ακαδημίες του εξωτερικού (Βρετανική και Αυστραλιανή Ακαδημία). Οι εταίροι θα εκλέγονται αρχικά για πέντε χρόνια με τη δυνατότητα ανανέωσης της θητείας τους και θα μπορούν να διδάσκουν σε θερινά σεμινάρια, να συμμετέχουν σε επιτροπές εμπειρογνωμόνων ή αξιολόγησης ιδρυμάτων, να προωθούν διακρατικές επιστημονικές συνεργασίες ή ερευνητικά προγράμματα. Η Ακαδημία είναι δυνατό να λειτουργήσει με μικρό κόστος, χωρίς μισθοδοσία των εταίρων παρά μόνο με καταβολή εξόδων και αμοιβών για συγκεκριμένες υπηρεσίες και με μια συντονιστική Γραμματεία. Θα διαθέτει τομείς επιστημονικής ειδίκευσης οι οποίοι θα εκλέγουν τους εταίρους και θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη από κομματικές σκοπιμότητες. Αν μάλιστα η Ακαδημία αποκτήσει κύρος, αντίστοιχο αυτών του εξωτερικού, και λειτουργήσει ως συντονιστικό όργανο έρευνας, διαβούλευσης και πληροφόρησης, τότε θα υπάρχει και κάποιο κίνητρο για τους επιστήμονες να γίνουν μέλη της.

Δεδομένου ότι η εποχή της εμπορικής ή εργατικής διασποράς ανήκει στο παρελθόν και όλο και περισσότεροι Ελληνες επιστήμονες διαπρέπουν σε χώρες του εξωτερικού είναι καιρός για την Ελλάδα να αξιοποιήσει την πνευματική της διασπορά όχι με αδιέξοδες ρητορείες περί δήθεν επιστροφής αλλά με μελετημένες και ρεαλιστικές κινήσεις. Το πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι ότι διαθέτει επιστήμονες που προέρχονται από διαφορετικές επιστημονικές παραδόσεις ή ανήκουν σε πανεπιστήμια σε όλο σχεδόν τον κόσμο από τη Σιγκαπούρη και το Λος Αντζελες ως τη Μελβούρνη και τη Στοκχόλμη, δίνοντας τη δυνατότητα μιας μοναδικής σύνθεσης πολυσχιδών ερευνητικών τάσεων και επιστημονικών εξελίξεων.

Μια Ακαδημία Ελλήνων Επιστημόνων της Διασποράς μπορεί να λειτουργήσει ως ένα σοβαρό think-tank και θεσμοθετημένος κόμβος επιστημονικής συνεργασίας, ανανέωσης και διαλόγου ιδεών με σημαντικά οφέλη για τα εγχώρια επιστημονικά ιδρύματα. Θα προσφέρει επίσης ένα φόρουμ παρέμβασης σε αξιόλογους επιστήμονες να καταθέτουν εκ του μακρόθεν τις προτάσεις τους για ποικίλα ζητήματα ή τρέχοντα προβλήματα αρκεί το ελληνικό κράτος να το θελήσει. Η μοίρα άλλωστε των μικρών χωρών είναι ότι ο εκσυγχρονισμός τους προέρχεται συνήθως απ΄ έξω είτε από οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, είτε από την πνευματική τους διασπορά που μπορεί να αναλύει τα προβλήματα και να προτείνει λύσεις με βάση τη διεθνή εμπειρία. Ας μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι αρκετοί από τους αναμορφωτές της Ελλάδας και τις ηγετικές φυσιογνωμίες στο χώρο του πολιτισμού και της επιστήμης από τον Κοραή και τον Καποδίστρια ως τον Ψυχάρη και τον Καβάφη και από τον Καραθεοδωρή ή τον Γ. Παπανικολάου ως τον Μητρόπουλο και την Κάλλας ήταν Ελληνες της διασποράς ή είχαν την μακρόχρονη εμπειρία της αλλοδαπής.

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.