Oι βασικές συνιστώσες της προσέγγισης του Μπαράκ Ομπάμα στην εξωτερική πολιτική έγιναν ξεκάθαρες το 2009. Η κυβέρνησή του πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να συνομιλούν με άλλες κυβερνήσεις, ακόμη και αν διαφωνεί έντονα με τον χαρακτήρα τους. Προτιμά να συνεργάζεται με άλλες χώρες παρά να δρα μόνος του. Και εστίασε την προσοχή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής όχι στο τι κάνουν τα κράτη εντός των συνόρων τους αλλά στο πώς συμπεριφέρονται πέρα από αυτά.

Ολα αυτά διαφοροποιούν τον Ομπάμα από τον προκάτοχό του Τζορτζ Μπους τον νεότερο, του οποίου η κυβέρνηση συμπεριέλαβε συγκεκριμένες χώρες στον «άξονα του Κακού», ηρνείτο να συνδιαλλαγεί μαζί τους, συχνά απέρριπτε τη συνεργασία με άλλες κυβερνήσεις από φόβο μήπως περιοριστεί η ελευθερία κινήσεων των ΗΠΑ και προσπάθησε να μεταμορφώσει άλλες χώρες παρά να επηρεάσει τις ενέργειές τους. Οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ Ομπάμα και Μπους θα είναι με τον πατέρα, τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο- τον 41ο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι προκλήσεις και οι επιδιώξεις

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα με τον προκάτοχό του Τζορτζ Μπους τον νεότερο

Η διπλωματία φυσικά δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια παραχώρηση ή ως έλλειψη δυναμικότητας. Ο Ομπάμα ορθά αναγνωρίζει ότι αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής το οποίο πρέπει να χρησιμοποιείται όταν υπόσχεται αποτελέσματα που είναι προτιμότερα από τις εναλλακτικές. Ο Ομπάμα επίσης ορθά αναγνωρίζει ότι η συνεργασία με άλλους είναι πάντα επιθυμητή. Οι προκλήσεις της εποχής- διασπορά πυρηνικών όπλων, κλιματική αλλαγή και πανδημίες- μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με συλλογική προσπάθεια. Επιπλέον οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν φθάσει στα όρια των οικονομικών και στρατιωτικών δυνατοτήτων τους για να βασίζονται αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις. Τέλος, ο Ομπάμα σωστά εστιάζει περισσότερο στη συμπεριφορά των κρατών παρά στη φύση τους. Δεν είναι μόνο ότι ορισμένες φορές χρειάζεται και η αρωγή απεχθών κυβερνήσεων· είναι και ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο δύσκολο από το να προσπαθείς να επαναδιαμορφώσεις τις εσωτερικές διεργασίες άλλων κοινωνιών.

Ωστόσο, ακόμη και με αυτές τις «προσαρμογές» και παρά τις εξαιρετικές επικοινωνιακές ικανότητες του Ομπάμα και τη δημοτικότητά του, το 2009 ήταν μια δύσκολη χρονιά για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησής του. Ξεκινώντας, η προθυμία για συνομιλίες με κυβερνήσεις δεν μεταφράζεται πάντα σε ικανότητα συνεργασίας μαζί τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν μια μοναδική ευελιξία με το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, αλλά μέχρι στιγμής καμία από τις δύο χώρες δεν ανταποκρίθηκε. Η συμμόρφωση με τη λογική δεν επιφέρει πάντα αποτελέσματα. Ομοίως τα κράτη συχνά επιλέγουν να μη συνεργαστούν. Το Πεκίνο, π.χ., αρνείται να χρησιμοποιήσει την επιρροή του στη Βόρεια Κορέα, φοβούμενο ότι η αστάθεια στην κορεατική χερσόνησο θα οδηγήσει σε μεγάλα μεταναστευτικά κύματα προς την Κίνα ή ότι μια ενωμένη Κορέα θα συμμαχήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Κίνα προτιμά ένα αμφιλεγόμενο status quo από τις εναλλακτικές που μόλις αναφέρθηκαν.

Από τη μεριά της, η Ρωσία εμφανίζεται διστακτική στο να ασκήσει πιέσεις στο Ιράν για να εγκαταλείψει τις πυρηνικές φιλοδοξίες του. Ο Ομπάμα προσπάθησε πολύ προκειμένου να βελτιώσει τις αμερικανορωσικές σχέσεις: ο διμερής έλεγχος των στρατηγικών όπλων αποτελεί και πάλι προτεραιότητα και ο πρόεδρος συμφώνησε να τροποποιήσει τα σχέδια ανάπτυξης αντιπυραυλικής ασπίδας στην Πολωνία και στην Τσεχία. Αλλά η ρωσική ηγεσία αρνείται να επιβάλει σκληρές κυρώσεις στην Τεχεράνη για να μη θέσει σε κίνδυνο τις οικονομικές συναλλαγές με το Ιράν και για να μην ξεσηκωθούν οι μουσουλμανικές μειονότητες μέσα στη Ρωσία.

Ως εκ τούτου η ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού πακέτου κυρώσεων και κινήτρων που θα απολαμβάνει ευρεία διεθνή υποστήριξη είναι πολύ δύσκολη. Στη Μέση Ανα τολή, παρά τη δέσμευση του Ομπάμα για επανάληψη των ειρηνευτικών συνομιλιών μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων, η διαδικασία οδηγήθηκε σε αδιέξοδο εξαιτίας των διαφορών γύρω από το φάσμα και το περιεχόμενο μιας συμφωνίας. Η έλλειψη προόδου δεν οφείλεται μόνο στη διαφωνία ως προς τους στόχους αλλά και στην ανικανότητα της διχασμένης παλαιστινιακής ηγεσίας να έρθει σε συμβιβασμό. Στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις οι αδύναμοι πρωταγωνιστές είναι και αδύναμοι συνομιλητές.

Επιπλέον οι εσωτερικές πολιτικές των άλλων χωρών επηρεάζουν αυτά που μπορεί να επιτύχει ο Ομπάμα. Η διεφθαρμένη και ανεπαρκής κυβέρνηση του Αφγανιστάν υπονομεύει τις προσπάθειες κατά του ανταρτοπολέμου στη χώρα. Η κυβέρνηση του Πακιστάν δεν έχει τις ίδιες προτεραιότητες με την αμερικανική. Καμία στρατιωτική δράση από μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών δεν θα είναι ικανή να αντισταθμίσει την έλλειψη προόδου στην καταπολέμηση των εξτρεμιστών και στις δύο χώρες.

Εσωτερικά εμπόδια
Η εσωτερική πολιτική στις Ηνωμένες Πολιτείες επίσης θέτει εμπόδια στους στόχους της εξωτερικής πολιτικής του Ομπάμα αφού η αδυναμία συναίνεσης για διάφορα ζητήματα στο Κογκρέσο περιορίζει την εξουσία του προέδρου. Και η απροθυμία λήψης δραστικών μέτρων κατά του δημοσιονομικού ελλείμματος περιορίζει ακόμη περισσότερο την αποτελεσματικότητα της εξωτερικής πολιτικής. Τελικά κάποια από αυτά που η κυβέρνηση Ομπάμα επέλεξε να κάνει (στους ισραηλινούς εποικισμούς, για παράδειγμα) ή να μην κάνει (στο Γουαντάναμο) έκαναν τις δύσκολες καταστάσεις δυσκολότερες. Ο έλεγχος- πολλώ δε μάλλον η ηγεσίατου κόσμου είναι δύσκολη υπόθεση. Η μεταψυχροπολεμική εποχή του αμερικανικού μονοπολισμού είναι παρελθόν εξαιτίας της οικονομικής κακοδιαχείρισης, του πολέμου στο Ιράκ, της συνεχούς ανόδου των άλλων χωρών και της παγκοσμιοποίησης.

Υπάρχουν όμως και θετικά σημεία. Οι σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με άλλες μεγάλες δυνάμεις- Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Ευρώπη και Βραζιλία- είναι ανταγωνιστικές αλλά και συνεργατικές. Η πιθανότητα σύγκρουσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων- κυρίαρχο χαρακτηριστικό της διεθνούς τάξης στον 20ό αιώνα – είναι μηδαμινή. Επιπλέον κάποιες από τις πλέον κλειστές χώρες σήμερα- όπως το Ιράν, η Βόρεια Κορέα, η Μιανμάρ, η Κούβα και η Βενεζουέλα- ενδέχεται σταδιακά να γίνουν πιο δεκτικές και λιγότερο απειλητικές. Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ωστόσο ότι αυτή δεν θα είναι μια εποχή ομαλού πολυμερισμού ή αμερικανικής ηγεσίας αλλά μιας πιο σύνθετης και «βραδυκίνητης» μορφής του διεθνούς συστήματος. Τα επόμενα τρία χρόνια του Μπαράκ Ομπάμα στον Λευκό Οίκο (ή επτά αν επανεκλεγεί το 2012) θα χαρακτηριστούν τόσο από απογοήτευση όσο και από επιτυχίες.

Ο κ. Ρίτσαρντ Χάας είναι πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, ερευνητικού κέντρου με έδρα τη Νέα Υόρκη, και συγγραφέας του βιβλίου «War of Νecessity, War of Choice: Α Μemoir of Τwo Ιraq Wars» (Πόλεμος αναγκαιότητας, πόλεμος επιλογής: Απομνημονεύματα δύο πολέμων στο Ιράκ).