Κανένας δεν πληρώνει ασμένως φόρους. Λογικό είναι. Είτε το κράτος αξιώνει μερίδιο από το εισόδημα ή την περιουσία, είτε επιβαρύνει τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών, ο πολίτης αισθάνεται την απώλεια και επιδιώκει να την αποφύγει. Η δε αντίδρασή του βρίσκει και κάποια αντικειμενική δικαιολογία όποτε ο επιβαρυνόμενος είναι προσφιλής στόχος του δημόσιου ταμείου, έχει δε το πρόσθετο αίσθημα ότι μεγάλο μέρος της συνεισφοράς του διασπαθίζεται.

Χρειάζεται να τα θυμόμαστε αυτά, όποτε συζητούμε για φόρους, έστω και μόνο για να αποφύγουμε τις απλουστεύσεις: αν είναι ανήθικη η φοροαποφυγή, άλλο τόσο είναι η κατασπατάληση των πόρων, ώστε ακόμη και στο ηθικό σκέλος τα πράγματα σπανίως είναι τόσο καθαρά όσο τα παρουσιάζουν οι ανά την υφήλιο υπουργοί Οικονομικών.

Ακόμη όμως και υπό αυτά τα δεδομένα, η αντίδραση που καταγράφεται τις τελευταίες ημέρες για κάθε προτεινόμενο νέο φόρο ενέχει διάσταση κοινωνικής αδιαφορίας. Οι αναγνώστες της στήλης γνωρίζουν ότι δεν συγκαταλέγεται στις ηθικολογούσες φωνές, αλλ΄ αντιθέτως υποστηρίζει ότι δεν έχουμε περιθώριο να αγνοούμε τα κελεύσματα του ρεαλισμού. Ωστόσο, όταν όλοι παραδέχονται ότι η χώρα διέρχεται δεινή κρίση, ότι βρίσκεται «στην εντατική» ή σε διασωλήνωση ή σε ό,τι άλλο ανατριχιαστικό επιλέγεται ως παρομοίωση, είναι ελαφρώς εξοργιστικό να βλέπεις τους… όλους να αξιώνουν τη μεταφορά των βαρών στους άλλους.

Αν η κρίση είναι τόσο μεγάλη όσο όλοι λένε, σημαίνει ότι για να την υπερβούμε πρέπει να ζήσουμε με λιγότερα. Το πώς θα κατανεμηθεί η θυσία είναι φυσικά κρίσιμο πολιτικό και κοινωνικό ερώτημα, ιδίως επειδή η απάντηση δεν είναι τόσο εύκολη όσο την παρουσιάζουν ορισμένοι, συνήθως πείσμονες στην προάσπιση των δικών τους απολαβών. Θα ήταν ασφαλώς ιδεατό να επιβληθούν ως διά μαγείας οικονομίες εκλογίκευσης και παραγωγικότητας στο Δημόσιο, να εκλείψουν οι υπεράκτιες εταιρείες και η φοροδιαφυγή, να πάψουν οι δεύτερες άδηλες απασχολήσεις και να χρηματοδοτηθεί η έξοδος από το τέλμα χωρίς ιδιαίτερη αύξηση των φόρων. Αυτό όμως είναι ανέφικτο και το ξέρουμε. Ακόμη και οι υπέρμαχοι των δραστικών περικοπών ομολογούν ότι η εξυγίανση θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί κατά το 1/3 με φορολογικές αυξήσεις.

Ποιοι όμως θα πρέπει τελικώς να πληρώσουν, αν θεωρούμε, π.χ., ότι οι ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας 135 εκατ. παλαιών δραχμών δεν πρέπει; Και πώς θα επιβληθεί πρόσθετη φορολογία, αν επίσημα χείλη υποστηρίζουν ότι κάθε έκτακτη φορολογία είναι αντισυνταγματική (δηλαδή στις έκτακτες περιστάσεις το Σύνταγμα αποκλείει έκτακτα μέτρα;) ή ότι είναι «αμφισβητούμενης συνταγματικότητας» ο φόρος κληρονομιάς- ο οποίος ίσχυε επί δεκαετίες χωρίς κανείς να πει στα σοβαρά κάτι τέτοιο; Ποια ενδελεχής διαβούλευση επί του πρακτέου μπορεί να γίνει με τέτοια βάση άρνησης; Και πού είναι η πρόθεση κοινής προσπάθειας για την έξοδο από την κρίση; Στα λόγια, ίσως. Μόνο που η εξυγίανση πρέπει να γίνει εις χρήμα.