Oι εθνικές επέτειοι, καιρό τώρα, δεν είναι ελκυστικό θέμα. Ούτε καν οι «ανεπίσημες», όπως της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Πόσο μάλλον εκείνη της ελληνικής απόρριψης του ιταλικού τελεσιγράφου και του πολέμου που ακολούθησε. Και δεν είναι μόνο οι νεότεροι που αδιαφορούν. Ολοι παρασυρόμαστε από την ατμόσφαιρα του παρόντος και την εντύπωση, βάσιμη ή πεπλανημένη (συχνότερα το δεύτερο), ότι τέτοιου είδους περιστατικά δεν γίνεται να επαναληφθούν σήμερα, ώστε δεν αφορούν πλέον εμάς αλλά μόνο τους ιστορικούς.

Δεν ασπάζομαι την άποψη. Το ότι ζούμε ειρήνη δεκαετιών δεν προεξοφλεί ότι το ενδεχόμενο πολέμου κατέστη αδιανόητο, ούτε υπάρχει εγγύηση ότι σημερινοί εταίροι δεν θα αλληλοσφαγούν αύριο. Εστω όμως. Ας δεχτεί κανείς προς στιγμήν ότι έχουμε δήθεν εισέλθει σε μια νέα ιστορική περίοδο όπου, παρά το πλήθος των όπλων και την καταστρεπτική τους τελειότητα, οι πόλεμοι θα σπανίζουν- και θα αφορούν πάντοτε κάποιους άλλους.

Ακόμη και με μια τέτοια οπτική η μελέτη του πρόσφατου παρελθόντος (γιατί βέβαια το 1940 δεν είναι απώτερο ) παραμένει πολύτιμη- αν μη τι άλλο επειδή βοηθάει να αποκαταστήσει κανείς ένα μέτρο κρίσης για το πόσο πράγματι τραχιές (δεν) είναι οι συνθήκες τού σήμερα.

Δεν περιορίζει κανείς τη ματιά του στον ελληνικό αγώνα στα αλβανικά βουνά. Ολος ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως κάθε μεγάλος πόλεμος, είναι ένα άθροισμα τεράστιων συλλογικών προσπαθειών. Και αν είναι σήμερα κάπως «μπανάλ» (!) να τις αποτιμήσει κανείς σε εκατομμύρια νεκρούς, καθώς τείνουμε να υιοθετούμε ως μέτρο μάλλον το ΑΕΠ παρά τις ζωές, μπορεί πάντως να αντιληφθεί το μέγεθος των κινητοποιήσεων των κοινωνιών από αυστηρά οικονομικές στατιστικές- όπως ότι η Σοβιετική Ενωση, έχοντας χάσει από τους Γερμανούς εδάφη που παρήγαν το 40% του ΑΕΠ της, εξακολούθησε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου να παράγει πολύ περισσότερα όπλα από τη Γερμανία ή ότι οι ΗΠΑ, παρ΄ ότι δεν γνώρισαν πόλεμο στο έδαφός τους, έφτασαν να αφιερώνουν σε πολεμικούς σκοπούς πάνω από το 50% του εθνικού προϊόντος τους.

Η καταγραφή του παρελθόντος λέει και άλλα. Οπως, για παράδειγμα, ότι η κατανάλωση στις δυτικές χώρες έχει αυξηθεί θεαματικά τις τελευταίες δεκαετίες, με αποτέλεσμα όλο και μεγαλύτερο μέρος της να μην αφορά αγαθά πρώτης ανάγκης (προ εικοσαημέρου σχετική μελέτη στη Γαλλία), εξ ου και η άμεση συρρίκνωσή της μέσα σε έναν μήνα από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης πέρυσι.

Ισον, για να έρθουμε στο παρόν, στο οποίο τόσο είμαστε προσηλωμένοι: η συλλογική προσπάθεια να εξοικονομήσουμε πόρους 2,5% ή 3% του ΑΕΠ δεν είναι τίποτε το τιτάνιο μπροστά σε όσα εμείς και άλλοι έχουμε πετύχει στο παρελθόν με βαρύτατο κόστος. Μπορούμε να το πετύχουμε, και μάλιστα χωρίς να υποφέρουμε ιδιαίτερα. Αρκεί να υπάρξει καθοδήγηση- και να καταλάβουμε ότι δεν γίνεται αλλιώς.