Oλοι παραδέχονται ότι υπάρχει οικονομική κρίση. Η συζήτηση επικεντρώνεται στο κατά πόσον « έχουμε πιάσει πάτο » και στην πιθανή ημερομηνία εξόδου από την κρίση εφέτος το φθινόπωρο, το 2010 ή και αργότερα. Είναι εκπληκτικό όμως το γεγονός ότι μας παρουσιάζουν ένα σωρό προγνώσεις ειδημόνων για την ανάκαμψη, αλλά σχεδόν καθόλου συγκεκριμένα στοιχεία που θα μας επέτρεπαν να σχηματίσουμε προσωπική άποψη για το αν πράγματι εξερχόμαστε ή όχι από την κρίση.

Αυτή η διαπίστωση περιλαμβάνει κάποιες εξαιρέσεις για τον χρηματοπιστωτικό και τραπεζικό κλάδο. Τα δεδομένα είναι ξεκάθαρα: οι κυρίαρχες τράπεζες έχουν αποκαταστήσει λίγο ως πολύ τη λειτουργία τους και δεν αναμένεται κατάρρευση αυτού του τομέα πλέον, ενώ αποκαθίσταται προοδευτικά και η διατραπεζική αξιοπιστία. Σε αυτό το θετικό αποτέλεσμα φαίνεται να συντέλεσε σημαντικά και η σύγκλιση των ηγετών, οι οποίοι ενήργησαν με ταχύτητα και αποφασιστικότητα.

Η εντύπωση ότι τέλειωσαν οι εντάσεις και ότι ξεκίνησε κάποια ανοδική πορεία είναι τόσο ξεκάθαρη στον τραπεζικό τομέα που έχει ήδη ξεκινήσει εκστρατείες αποφυγής των προβλεπόμενων ελέγχων και διατήρησης των υπερβολικά παχυλών μισθών των υψηλόβαθμων στελεχών του. Η παράξενη ατμόσφαιρα της εξόδου από την κρίση, η οποία συντηρείται από τις κυβερνήσεις, τους τραπεζίτες και τον Τύπο συμβάλλει σημαντικά στην ελαχιστοποίηση της βαρύτητας των προβλημάτων.

Φαίνεται λοιπόν ότι συνολικά προσανατολιζόμαστε προς την αποστασιοποίηση από τους φορολογικούς παραδείσους και τις συμβολικές ομιλίες περί αμοιβών και προς τη διατήρηση του status quo όσον αφορά τα χρηματιστηριακά παράγωγα. Αν όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο διατηρούμε το σύστημα μαζί με τους βαρείς παράγοντες αστάθειας που το συνοδεύουν. Και ο οικονομικός πυροκροτητής θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί και πάλι σε μερικά χρόνια.

Το πλέον σοβαρό δεν είναι το ενδεχόμενο εμφάνισης νέων κρίσεων. Περισσότερο από μια ύφεση η κρίση ορίζεται από την ανεργία, οι ρυθμοί αύξησης της οποίας είναι τρομακτικοί. Και όμως, στο μέτωπο της μείωσης της κατανάλωσης σημαντικότερο ρόλο από την ανεργία διαδραματίζει το να γίνονται επισφαλείς οι θέσεις εργασίας. Διότι όσοι αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα καταναλώνουν ολοένα και λιγότερο. Σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες εδώ και 15 χρόνια τα ποσοστά των ατόμων με επισφαλείς θέσεις ανέρχονται στο 15% ως 20% των εργαζομένων. Ολοι γνωρίζουν ότι σήμερα στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και στην Ιαπωνία περισσότερο από το ένα τέταρτο του πλη θυσμού, δηλαδή πάνω από 140 εκατομμύρια άνθρωποι, είτε φοβούνται για τη δουλειά τους, είτε είναι άνεργοι, είτε φτωχοί.

Με τους δείκτες ανάπτυξης να πασχίζουν να ανέλθουν στο 2,5%- 3%, προτού την κρίση, τη στιγμή που από το 1945 ως το 1970 κυμαίνονταν μεταξύ 4,5% και 5% μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η κρίση χτύπησε ήδη εξασθενημένες οικονομίες. Συνεπώς, βασικός δείκτης της διεθνούς κρίσης είναι η αγορά εργασίας.

Η έξοδος από την κρίση δεν είναι εύκολη. Η ενίσχυση της κατανάλωσης δεν έχει κανένα νόημα, καθώς θα οδηγούσε σε επιπλέον εισαγωγές, κυρίως από την Κίνα και την Ινδία. Οφείλουμε να επενδύσουμε σε έναν «ενάρετο κύκλο» δραστηριοτήτων, κυρίως σε ανακυκλώσιμες πηγές ενέργειας, βιολογικές τεχνολογίες και προϊόντα.

Η οικονομική ανάκαμψη δεν φαίνεται πιθανή βραχυπρόθεσμα. Απουσιάζουν οι παράγοντες που θα συντελούσαν σε αυτό, ενώ μετά την επανέναρξη των επενδύσεων πρέπει να βρεθεί μηχανισμός ο οποίος να συνδέει τους μισθούς με τα κέρδη της παραγωγικότητας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η πρόγνωση αφορά μια σταθεροποίηση της τάξης του 5%- 10% πάνω από το επίπεδο παραγωγής που είχε επιτευχθεί παλαιότερα και με δεδομένη μια μηδενική ή εξαιρετικά αργή ανάπτυξη για τα επόμενα τρία ή τέσσερα χρόνια.

Αυτό σημαίνει μείωση της κοινωνικής συνοχής, κυβερνητική αστάθεια και, πολιτικά, άνοδο του λαϊκισμού. Δεν μπορώ να κρύψω ότι συντρέχει λόγος ανησυχίας. Σε μια περίοδο 30 ετών έγινε μια εσωκαπιταλιστική επανάσταση και μάλιστα για το χειρότερο. Το μοτίβο αυτής της μείζονος αλλαγής είναι απλούστατο: στον τραπεζικό κόσμο κυριαρχεί υπερβολική απληστία, μια βαθιά ριζωμένη κλίση στην αναζήτηση και στην απόκτηση περιουσίας, στοιχείο που εξηγεί τόσο την ιλιγγιώδη επέκταση των τραπεζικών παραγώγων και τα απίθανα ύψη των αμοιβών όσο και την εμφανή τάση για απάτη. Στο πλαίσιο της πραγματικής οικονομίας, οι άνθρωποι θέλουν να κερδίζουν σε κεφάλαιο καταπατώντας τη λογική της επιχείρησης.

Είναι ξεκάθαρο ότι οι μεσαίες και ανώτερες τάξεις των αναπτυγμένων χωρών αποκηρύσσουν την ελπίδα να καταφέρουν να ζήσουν με άνεση από την εργασία τους. Κλίνουν προς την ελπίδα να αποκτήσουν γρήγορα και μαζικά κέρδη. Αυτή η κοινωνική συμπεριφορά δεν είναι συμβατή με την καλή λειτουργία και κυρίως τη σταθερότητα του συστήματος.

Η διεθνής Σοσιαλδημοκρατία εξηγεί εδώ και μισό αιώνα ότι οι αγορές δεν ισορροπούν από μόνες τους, ότι πρέπει να ρυθμίζουμε την οικονομία και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και να μαχόμαστε δημοσιονομικά εναντίον των ανισοτήτων. Τα γεγονότα και η παρούσα διεθνής κρίση δικαιώνουν τραγικά τους Σοσιαλδημοκράτες. Και όμως, έχασαν παντού και μαζικά στις πρόσφατες ευρωεκλογές.

Ψηφίζοντας παντού υπέρ των Συντηρητικών, δηλαδή των δυνάμεων που μας οδήγησαν στην κρίση, οι ψηφοφόροι της Ευρωπαϊκής Ενωσης έδειξαν την προσκόλλησή τους στο μοντέλο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Η επιθυμία για χρηματιστηριακό κέρδος, για δημιουργία περιουσίας, έχει γίνει πολύ έντονη. Το αποτέλεσμα δεν μας αφήνει να ελπίζουμε σε σοβαρή πολιτική αντιμετώπιση της τρέχουσας οικονομικής αναιμίας.

Πόσες κρίσεις θα χρειαστούν για να πειστούν οι λαοί; Οπως κι αν έχουν τα πράγματα, ο μηχανισμός επανάληψης των κρίσεων μοιάζει να βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία.

Ο κ. Μichel Rocard διετέλεσε πρωθυπουργός της Γαλλίας από το 1988 ως το 1991.