Στον σύγχρονο οικολογικό προβληματισμό η διαμόρφωση περιβαλλοντικών πολιτικών φαίνεται να επηρεάζεται από τρεις βασικές προσεγγίσεις: την Παγκοσμιοποίηση όπως αυτή εκφράζεται μέσω των παγκόσμιων περιβαλλοντικών αγαθών ως το κυρίαρχο πλαίσιο αναφοράς, την Αειφορική Διαχείριση των φυσικών πόρων ως το κυρίαρχο στόχο ανάπτυξης και την Περιβαλλοντική Διακυβέρνηση ως την κυρίαρχη διαδικασία λήψης αποφάσεων η οποία μπορεί να εγγυηθεί την αποδοχή και νομιμοποίηση των δύο άλλων.

Τα διακριτά επίπεδα λήψης αποφάσεων όπως έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της Περιβαλλοντικής Διακυβέρνησης είναι το τοπικό, το εθνικό, το περιφερειακό (π.χ. ΕΕ) και το παγκόσμιο. Σε κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα κατατάσσονται περιβαλλοντικά προβλήματα με διαφορετικά χαρακτηριστικά, εμφανίζονται διαφορετικοί εμπλεκόμενοι φορείς, ενώ η αντιμετώπισή τους απαιτεί διαφορετικές προσεγγίσεις.

Τα παγκόσμια προβλήματα (ρύπανση αέρα και νερών, αλλαγή κλίματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας) απαιτούν, για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, τη συνεργασία της παγκόσμιας κοινότητας με εμπλεκόμενους φορείς τον ΟΗΕ, διακρατικές οντότητες (π.χ. ΕΕ την πράσινη διπλωματία των κρατών, τους παγκόσμιους θεσμικούς φορείς(π.χ. UΝΕΡ) και τις ΜΚΟ.

Στην περιφερειακή ευρωπαϊκή κλίμακα, βασικός στόχος είναι η διαμόρφωση ενιαίων περιβαλλοντικών πολιτικών για την αντιμετώπιση των κοινών ευρωπαϊκών προβλημάτων με την ταυτόχρονη εφαρμογή των διεθνών συμβάσεων. Το κύριο εργαλείο παρέμβασης είναι το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο και οι χρηματοδοτήσεις ενώ οι εμπλεκόμενοι φορείς εκτός των κρατών- μελών είναι οι Ευρωπαϊκοί Θεσμικοί Φορείς, οι ΜΚΟ και η κοινωνία των πολιτών, καθώς και τα διάφορα λόμπι.

Στο εθνικό επίπεδο είναι απαραίτητη η ανάπτυξη εθνικών περιβαλλοντικών στρατηγικών για την αντιμετώπιση πολλών ομοειδών τοπικών οικολογικών προβλημάτων ως συνέπεια ανθρωπογενών δραστηριοτήτων. Οι εθνικές αυτές στρατηγικές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και στις διεθνείς συμβάσεις όσο και στις ανάγκες και προσδοκίες των τοπικών κοινωνιών.

Τέλος, στην τοπική κλίμακα λήψης αποφάσεων θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα τα συχνά μεγάλης έντασης και συγκρούσεων τοπικά οικολογικά προβλήματα με στόχο οι προτεινόμενες τοπικές περιβαλλοντικές πολιτικές να συνδυάζουν την εθνική στρατηγική με την τοπική οικονομία, την τοπική περιβαλλοντική γνώση, τις τοπικές κοινωνικές ανάγκες και την τοπική πολιτιστική παράδοση.

Από όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι στον σύγχρονο οικολογικό προβληματισμό απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η προώθηση περιβαλλοντικών στόχων μέσα από τον ανασχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής και την ενδυνάμωση των θεσμικών περιβαλλοντικών φορέων σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτής της ολοκληρωμένης προσέγγισης οι διαδικασίες της Παγκόσμιας Περιβαλλοντικής Διακυβέρνησης οδηγούν στη μείωση των αρμοδιοτήτων του κράτους και στην αύξηση της συμμετοχής των ΜΚΟ, των κινήσεων πολιτών και των θεσμοθετημένων φορέων (φορείς διαχείρισης) και ιδρυμάτων σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Η Παγκόσμια Περιβαλλοντική Διακυβέρνηση δεν αποσκοπεί στη δημιουργία ενός παγκόσμιου κέντρου λήψης αποφάσεων αλλά περιλαμβάνει τις συντονισμένες δράσεις των κυβερνητικών και μη φορέων καθώς και τις απαραίτητες διαδικασίες θεσμικές και μη, τις οποίες υιοθετούν οι εμπλεκόμενοι στην παραγωγή περιβαλλοντικών πολιτικών προκειμένου να δράσουν συλλογικά και να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικότητα τα περιβαλλοντικά ζητήματα όπως αυτά μπορούν να εξειδικευτούν στα διαφορετικά επίπεδα λήψης αποφάσεων.

Η συλλογική δραστηριότητα έχει στόχο τη συνεργασία και ενσωμάτωση των εμπλεκόμενων ομάδων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων έτσι ώστε να αναζητηθούν με συστηματικό τρόπο οι αναγκαίοι συσχετισμοί στο κάθε επίπεδο διακυβέρνησης και να οριστούν με σαφήνεια οι σχέσεις αλληλεπίδρασης μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων. Σχέσεις οι οποίες πρέπει να διαμορφώνονται μέσα από διακριτούς μεν αλλά απόλυτα αλληλοσχετιζόμενους ρόλους.

Για να αποδώσει επομένως αυτή η νέα ολοκληρωμένη προσέγγιση της Παγκόσμιας Περιβαλλοντικής Διακυβέρνησης θα πρέπει να είναι αποτελεσματική σε όλα τα επίπεδα λήψης αποφάσεων αφού η αποτυχία σε ένα εξ αυτών, λόγω της αλληλεπίδρασης, μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη αποτυχία.

Δυστυχώς ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η περίπτωση της Ελλάδας όπου η απουσία εθνικής περιβαλλοντικής στρατηγικής έχει οδηγήσει τόσο στην αποτυχία εφαρμογής των περιβαλλοντικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και στην αποτυχία της αντιμετώπισης των τοπικών περιβαλλοντικών προβλημάτων.

Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι οι εθνικοί φορείς παραγωγής περιβαλλοντικών πολιτικών (π.χ. υπουργεία, ινστιτούτα, πανεπιστήμια, ΜΚΟ) με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων από το 1981 και μετά, δεν επέδειξαν την πολιτική βούληση για τη διαμόρφωση εθνικής περιβαλλοντικής στρατηγικής που να συνδυάζει και τις από τα πάνω (top-down) οδηγίες της ΕΕ και τις από τα κάτω (bottom-up) προσδοκίες και κοινωνικές ανάγκες των τοπικών κοινωνιών. Αποτέλεσμα αυτής της αποτυχίας ήταν ότι σε αντίθεση με τον αναγκαίο αυτοπροσδιορισμό της περιβαλλοντικής στρατηγικής κυριάρχησε η λογική του ετεροκαθορισμού μέσω των μηχανιστικών αποκρίσεων στην υποχρεωτική και άκριτη εφαρμογή από τα πάνω των οδηγιών της ΕΕ, κυρίως για την αποφυγή των προστίμων.

Οι σύγχρονες τάσεις της επιστημονικής, κοινωνικής και πολιτικής οικολογίας εστιάζουν όλο και περισσότερο στην ισοβαρή και αλληλοσυσχετιζόμενη εμπλοκή όλων των διαφορετικών επιπέδων διακυβέρνησης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Αυτή η ολοκληρωμένη προσέγγιση της Παγκόσμιας Περιβαλλοντικής Διακυβέρνησης αποτελεί την πλέον ελπιδοφόρα σήμερα προσπάθεια για την παραγωγή και διαμόρφωση αποτελεσματικών περιβαλλοντικών πολιτικών που να ανταποκρίνονται στο συνεχώς αυξανόμενο κοινωνικό αίτημα της βελτίωσης της ποιότητας ζωής και της προστασίας του περιβάλλοντος.

Ο κ. Ιωάννης Δ. Παντής είναι καθηγητής Οικολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.