Oι τεράστιες εισφορές που επιβαρύνουν τη μισθωτή εργασία στην Ελλάδα αποτελούν ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι επιχειρήσεις όταν σχεδιάζουν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, αλλά και οι εργαζόμενοι κάθε φορά που βλέπουν ένα τεράστιο άνοιγμα ανάμεσα στις μεικτές αποδοχές τους και στα χρήματα που τελικά λαμβάνουν κάθε μήνα.

Μετά την ενιαία πλατφόρμα των Χρηματιστηρίων Αθήνας και Λευκωσίας, εκτός των άλλων λόγων: α) φορολογικών (υποτριπλασίων) και β) κεφαλαιακών (υποπενταπλασίων), το τρίτο ζήτημα, γ) των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, ετέθη με επιτακτικό τρόπο. Στην Κύπρο οι ασφαλιστικές κρατήσεις των εργαζομένων αντιστοιχούν μόλις στο 6,30% των αποδοχών και στο ίδιο ποσοστό (6,30%) είναι οι εισφορές των εργοδοτών. Στη χώρα μας είναι τριπλάσιες για τους εργαζομένους, φθάνοντας το 16% και σχεδόν πενταπλάσιες για τους εργοδότες, καθώς ανέρχονται σε ποσοστό 28%.

Ετσι, ένας εργαζόμενος με μεικτές αποδοχές 5.300 ευρώ μηνιαίως, στην Ελλάδα στοιχίζει ετησίως συνολικά στην επιχείρηση περίπου 95.000 ευρώ, ενώ ο ίδιος εισπράττει καθαρά μετά την αφαίρεση εισφορών και φόρων μόνο 32.000

ευρώ, δηλαδή το 1/3!!!

Με δεδομένη τη δυνατότητα πραγματοποίησης συναλλαγών στην Αθήνα μέσω Κύπρου σε ενιαία χρηματιστηριακή πλατφόρμα, αρκετοί για λόγους ισότιμου ανταγωνισμού, κεφαλαιακών απαιτήσεων, φορολογίας, ασφαλιστικών επιβαρύνσεων κ.ά. μπαίνουν στον πειρασμό να εξετάσουν τη μεταφορά της έδρας των εταιρειών τους στην Κύπρο! Δεν είναι τυχαίο ότι κυπριακές ΑΧΕΠΕΥ με μετόχους, υποκαταστήματα και γραφεία γεμάτα με στελέχη που είναι Ελλαδίτες συνεχώς ανεβαίνουν.

Αν πράγματι στόχος είναι μια υγιής αναπτυξιακή δυναμική, πρέπει άμεσα να βρεθεί μια νέα ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη προάσπισης της βιωσιμότητας των Ταμείων και στη δημιουργία των προϋποθέσεων επέκτασης της απασχόλησης. Αυτή τη νέα ισορροπία αναζήτησε πριν από μερικούς μήνες η επιτροπή υπό τον καθηγητή Κουκιάδη, αλλά το πόρισμά της και τα συμπεράσματά του δεν ετέθησαν σε δημόσιο διάλογο.

Μια ιδέα θα ήταν να επανεξεταστεί το εργασιακό και ασφαλιστικό καθεστώς μιας μεγάλης μερίδας απασχολουμένων και να εναρμονιστεί με αυτό που ισχύει σήμερα για τους ασφαλειομεσίτες. Πρόκειται για πρόσωπα που δραστηριοποιούνται γενικά στον τομέα των πωλήσεων επενδυτικών υπηρεσιών και οι οποίοι θα προτιμούσαν να πληρώνουν οι ίδιοι τις εισφορές τους στον ΟΑΕΕ και να αμείβονται βάσει της απόδοσής τους.

Η συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων κακώς εντάσσεται σήμερα στον χώρο των μισθωτών. Η ίδια η φύση των εργασιών τους έχει σαφείς διαφορές από τη μισθωτή εργασία: οι εργασίες τους δεν έχουν το στοιχείο της συνεχούς επανάληψης και της σταθερής απόδοσης προς την επιχείρηση, αντίθετα χαρακτηρίζονται από συνεχείς διακυμάνσεις, ανάλογα με την πορεία της αγοράς, ενώ η οικονομική τους αποδοτικότητα και οι αμοιβές τους διαφοροποιούνται συνεχώς, ανάλογα με τις ικανότητες αξιοποίησης του χρόνου που διατίθεται, τις οικονομικές συνθήκες, τη διάθεση για επιτυχία κ.ά.

Με βάση τη φύση και τις ιδιαιτερότητες των εργασιών τους, λοιπόν, οι απασχολούμενοι στην πώληση αποτελούν μια κατηγορία εργαζομένων που κατ΄ εξοχήν «γεφυρώνει» τη μισθωτή εργασία με την αυτοαπασχόληση. Αν αυτή η κατηγορία εργαζομένων, όπως και πολλές άλλες με ομοειδή χαρακτηριστικά, υπαγόταν στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ, θα απαλλάσσονταν εργαζόμενοι και εργοδότες από υπερβολικές επιβαρύνσεις και θα άνοιγε ο δρόμος για να προσφερθούν σημαντικές ευκαιρίες στους νέους, όπως μεταξύ άλλων δωρεάν πρακτική εκπαίδευση υψηλής τεχνογνωσίας που δεν βρίσκουν στα πανεπιστήμια, διοικητική και τεχνική υποστήριξη κ.ά.

Ετσι λοιπόν όσοι είναι ικανοί και δέχονται να αμείβονται εισπράττοντας μερίδιο επί τη βάσει του οικονομικού αποτελέσματος του χρόνου απασχόλησής τους, θα έχουν εξαιρετική εξέλιξη που θα αμείβεται επιχειρηματικά. Σήμερα αυτή η ευκαιρία ουσιαστικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, απασχόλησης και εξαιρετικών προοπτικών χάνεται. Ολοι ζημιώνονται και περισσότερο η εθνική μας οικονομία. Η κυβέρνηση καλείται να βρει τη σωστή ασφαλιστική λύση.

Ο κ. Αλ. Μωραϊτάκης είναι πρόεδρος του ΣΜΕΧΑ.