ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ βίας που ζούμε τελευταία στη χώρα μας και η διαφαινόμενη επικίνδυνη κλιμάκωση της εγχώριας τρομοκρατίας κάνουν πλέον αισθητό και στον τόπο μας τον πανευρωπαϊκό βαθύ προβληματισμό για την ανάγκη αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης των νέων μορφών εγκληματικότητας.Καθώς το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία δεν έχουν φραγμό στη μεθοδολογία τους,πλήττοντας ευθέως
ή εμμέσως αθώους,μια αίσθηση μονίμου κινδύνου εξαπλώνεται στην παγκόσμια ατμόσφαιρα και ο πολίτης διάγει πλέον συνειδητά ή ανεπίγνωστα υπό καθεστώς ανασφάλειας.Βαθμηδόν το έννομο αγαθό της προσωπικής ασφάλειας,ως ασφάλειας του ατόμου αλλά και ασφάλειας της κοινωνίας,προχωρεί με ταχείς ρυθμούς στο προσκήνιο και αρχίζει να διεκδικεί από το κράτος θέση προστασίας αυτοτελή
και ισότιμη με τα πρωτογενή κλασικά ατομικά δικαιώματα (ελευθερία,ζωή,προσωπικότητα κτλ.).
Αφήνοντας κατά μέρος την προβληματική στον τομέα του Συνταγματικού Δικαίου αξίζει να δούμε από πιο κοντά τις επιπτώσεις που έχει στο Ποινικό Δίκαιο αυτή η νέα κατάσταση μονίμου κινδύνου που διέπει την κοινωνική ζωή και η αξίωση για προσωπική ασφάλεια.

Οι κινδυνώδεις συνθήκες που προαναφέραμε, υπό τις οποίες διαβιούν σήμερα οι πολίτες, επιβάλλουν πια το Ποινικό Δίκαιο να μην αναμένει την τέλεση ενός εγκλήματος πλήρως ή εν αποπείρα, και κατόπιν διά της επιβολής της ποινής (που πρέπει να είναι ανάλογη με την υπαιτιότητα) να επιτυγχάνει τους σκοπούς της γενικής και ειδικής πρόληψης- τότε θα είναι υπό τις συνθήκες που περιγράψαμε πολύ αργά- αλλά να επεμβαίνει νωρίτερα, στο στάδιο της επώασης των κινδύνων και πριν καν αυτοί συγκεκριμενοποιηθούν. Ετσι το Ποινικό Δίκαιο μετατρέπεται και σε Δίκαιο πρόληψης κινδύνων. Ως τέτοιο Δίκαιο επενεργεί ασφαλώς ευεργετικά στην ψυχή των ανθρώπων, καθώς καταπολεμά την αγωνία και τον φόβο για την πιθανή πραγμάτωση των επαπειλουμένων κινδύνων.

Οι συνέπειες της νέας κατάστασης είναι πλέον πρακτικά ορατές.

Το πεδίο της «υποψίας»
Στο ουσιαστικό Δίκαιο έχουμε μια πλημμυρίδα νέων εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης που στην ουσία είναι ποινικοποιημένες διοικητικές παραβάσεις, κυρίως κατ΄ επιταγήν ευρωπαϊκών κειμένων, οι οποίες μεταφέρονται στο εσωτερικό Δίκαιο ανεπεξέργαστα. Η εικόνα αβεβαιότητας και σύγχυσης που παρουσιάζουν οι σχετικές διατάξεις είναι πανθομολογουμένη.

Πολύ πιο δραστική είναι ωστόσο η επέμβαση στη σφαίρα ελευθερίας και προσωπικότητας του ατόμου μέσω της προμετάθεσης του άξιου ποινής πεδίου παραβατικής συμπεριφοράς. Πρόκειται για το πεδίο της «υποψίας», πεδίο που τοποθετείται πολύ πριν και από τις προπαρασκευαστικές πράξεις. Στο πεδίο αυτό οι πανευρωπαϊκά ή και διηπειρωτικά δικτυωμένες μυστικές υπηρεσίες αναζητούν «πιθανούς» δράστες κυρίως μαζικών εγκλημάτων. Ηδη συζητείται διεθνώς, π.χ., η θεσμοθέτηση τής χωρίς προϋποθέσεις ιδιότητας του «υπόπτου», που θα νομιμοποιεί τη λήψη προληπτικών μέτρων, όπως η προληπτική κράτηση για μη προσδιοριζόμενους λόγους και για μη προσδιοριζόμενο χρονικό διάστημα, η διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών σε άλλες χώρες και η δημιουργία καταλόγων υπόπτων, που επονομάζονται «μαύρες λίστες», ήδη αντικείμενο έρευνας του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Στο ίδιο πνεύμα, δηλαδή στο πνεύμα της αιωρούμενης υποψίας αλλά με κάποιους δικαιοπολιτικούς περιορισμούς, κινούνται και οι μοντέρνες ειδικές ανακριτικές πράξεις που εισήχθησαν και στην Ελλάδα βάσει της νομοθεσίας για το οργανωμένο έγκλημα και για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, όπως η αστυνομική διείσδυση, η άρση του πάσης φύσεως απορρήτου, η ηλεκτρονική διασταύρωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και άλλες, που όμως όλες εκτελούνται υπό δικαστικό έλεγχο.

Η αποτελεσματικότητα των μεθόδων αυτών δεν αμφισβητείται, έχει άλλωστε αποδώσει και θεαματικά αποτελέσματα στην ανακάλυψη προετοιμαζομένων σοβαρών εγκλημάτων. Αξιοσημείωτο είναι ότι ειδικά για τον λόγο αυτόν τα μέτρα αυτά συγκεντρώνουν την επιδοκιμασία του μέσου πολίτη, που αισθάνεται το κράτος φύλακα και προστάτη του έναντι πιθανών σοβαρών και ανεξέλεγκτων απειλών κατά των εννόμων αγαθών του ή γενικά κατά της έννομης τάξης, η οποία κατά παράδοση εγγυάται την ασφάλειά του και ο πολίτης επιθυμεί να μη διαταράσσεται.

Αυτή η ευφορία ωστόσο ανατρέπεται, αν αναλογισθεί κανείς τη δύναμη που αποκτούν οι μυστικές υπηρεσίες, καθώς γίνονται κάτοχοι πάσης φύσεως πληροφοριών και για αμέτοχουςούτε καν υπόπτους- τρίτους. Ο δικαστικός έλεγχος της δραστηριότητας αυτής όπως συνήθως θεσμοθετείται είναι μάλλον ανεπαρκής, το ίδιο και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των μυστικών υπηρεσιών.

Το Δίκαιο κατά του «εχθρού»
Οπως είναι φυσικό η νέα αυτή πραγματικότητα επηρεάζει βαθιά τις ποινικές επιστήμες στο σύνολό τους και προσδίδει στο Ποινικό Δίκαιο νέους προσανατολισμούς. Αναζητείται, π.χ., και πρόσθετη νομιμοποιητική βάση της δογματικής του Ποινικού Δικαίου, ενώ στο πλαίσιο αυτό, κατά μία καινοφανή άποψη, το Ποινικό Δίκαιο, εκτός από την προστατευτική και εγγυητική του πολίτη λειτουργία του, αποκτά και μια άλλη λειτουργία: γίνεται πολεμικό όπλο κατά του «εχθρού» – κάτι που μάλλον θυμίζει τον «πόλεμο κατά του Κακού», ο οποίος μετά τις τελευταίες εκλογές στις ΗΠΑ φαίνεται να ανήκει στο παρελθόν. Κατά την άποψη αυτή, δηλαδή, το Ποινικό Δίκαιο από «Δίκαιο του πολίτη», που είναι η παραδοσιακή αποστολή του, γίνεται και Δίκαιο κατά του «εχθρού». Του εχθρού που «μηχανεύεται» στο σκότος την τέλεση σοβαρών εγκλημάτων και για αυτόν τον λόγο αποτελεί σοβαρό κίνδυνο που πρέπει κυριολεκτικά πάση θυσία να εξουδετερωθεί.

Ενα τέτοιο Δίκαιο φυσικά βρίσκεται εκτός των δικαιοπολιτικών συνταγματικών ορίων και μόνο έτσι μπορεί να λειτουργήσει. Οταν, όμως, όπως υποστηρίζεται, εκτελέσει τον προορισμό του, δηλαδή επιτύχει την αδρανοποίηση του «υπόπτου» και τη ματαίωση τού καθ΄ υπόθεσιν ή και μετά βεβαιότητος σχεδιαζομένου εγκλήματος, ξαναγίνεται για τα περαιτέρω στη συγκεκριμένη περίπτωση το κλασικό Ποινικό Δίκαιο με τους γνωστούς συνταγματικούς περιορισμούς.

Η συζήτηση και μόνο για μια τέτοια τομή στο ποινικό σύστημα, παρ΄ όλο που ευτυχώς δεν λαμβάνεται σοβαρά υπ΄ όψιν στην επιστήμη, αλλά πάντως συζητείται, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο ευεπίφορη είναι, πέραν των ρωγμών που προκαλεί στο σύστημα, να προκαλέσει, από άλλη σκοπιά, ξανά το ίδιο αποτέλεσμα που επιδιώκει να αποτρέψει, δηλαδή να προκαλέσει άλλου είδους φόβο και ανασφάλεια στον πολίτη, ο οποίος μοιάζει έτσι να παλινδρομεί ανάμεσα σε μια Σκύλλα και σε μια Χάρυβδη.

Οι προωθημένες αυτές επεμβάσεις στη σφαίρα προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων βρίσκουν εν μέρει ευήκοον ούς και σε πολιτικό και νομοθετικό επίπεδο. Αναφέρομαι, π.χ., στον αμφιλεγόμενο γερμανικό νόμο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Καταπολέμησης του Εγκλήματος (ΒΚΑ), που παρά τις αντιδράσεις εντός και εκτός των δύο Βουλών τελικά περιέλαβε πολύ πιο προωθημένες, από αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω, ανακριτικές πράξεις, όπως η μυστική μέσω video, δηλαδή η οπτική παρακολούθηση χώρων της ιδιωτικής κατοικίας, συμπεριλαμβανομένων των χώρων-γραφείων δημοσιογράφων, συνηγόρων, γιατρών, η ηλεκτρονική αδιακρίτως παρακολούθηση της δημόσιας κίνησης των πολιτών, η απόσπαση, φύλαξη και διασταύρωση προσωπικών δεδομένων που διαβιβάζονται σε άλλες αστυνομικές αρχές εντός και εκτός της χώρας και, σε επείγουσες περιπτώσεις, η ηλεκτρονική διείσδυση online, με δικαστική παρέμβαση μόνο στην τελευταία. Αυτές οι ενέργειες είναι φανερό ότι συνιστούν προωθημένη διείσδυση στον χώρο της ιδιωτικής και επαγγελματικής σφαίρας. Η προστασία του πολίτη
Αυτά συμβαίνουν σποραδικά στο πολιτικό επίπεδο.

Στον ευρύ όμως επιστημονικό χώρο του Ποινικού Δικαίου είναι παρήγορο ότι σκέψεις όπως οι παραπάνω δεν αποτελούν αποδεκτή άποψη. Στο πλαίσιο αυτό παραμένει ακόμη σταθερή και ακλόνητη η πεποίθηση πως μόνο ένα Ποινικό Δίκαιο εδραζόμενο στο Κράτος Δικαίου που σέβεται τους συνταγματικούς δικαιοπολιτικούς περιορισμούς και δεν νοθεύει τον ακρογωνιαίο λίθο, ο οποίος είναι η προστασία της αξίας του ανθρώπου, αποτελεί εγγύηση προστασίας των εννόμων αγαθών των πολιτών στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένης της προσωπικής τους ασφάλειας.

Η αντιπαράθεση αυτή μεταξύ πολιτικής και επιστήμης είναι ένα μικρό παράδειγμα για το ποια διλήμματα αντιμετωπίζει κανείς όταν προσπαθεί να συμβιβάσει τους δύο πόλους και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και των δύο.

Οι επιλογές της πολιτικής υπαγορεύονται από τις ανάγκες της συγκεκριμένης συγκυρίας και οπωσδήποτε από αντιλήψεις που επικροτεί η κοινή γνώμη στην πλειοψηφία της. Οι παραπάνω «εκλεπτυσμένες» παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων χάριν της προστασίας της ασφάλειας δεν φαίνεται να διεγείρουν την κοινή γνώμη στο σύνολό της. Αλλιώς δεν θα συνεζητούντο, καθώς καμία πολιτική εξουσία, συνεπής με τον εαυτό της, δεν θα προχωρούσε σήμερα και μάλιστα στον ευρωπαϊκό χώρο σε επιλογές αντίθετες με το κοινό αίσθημα. Η ισορροπία είναι η αρετή, αλλά και το κλειδί επιτυχίας της πολιτικής.

Αντίθετα η επιστήμη, και ιδίως η επιστήμη του Ποινικού Δικαίου, ενός Δικαίου με φιλοσοφική και λογική υποδομή, δεν είναι υποχρεωμένη να αλλοιώνει βασικές αρχές της για εξυπηρέτηση πολιτικών αναγκών. Οφείλει να τηρεί ανόθευτο το σύστημα αξιών και λογικών ή ηθικών κανόνων, πάνω στους οποίους στηρίζεται το οικοδόμημά της. Οφείλει να υποδεικνύει με συνέπεια τα ακραία όρια προσαρμογής ή, αν θέλετε, και συμβιβασμών, μέσα στα οποία μπορεί να κινηθούν οι πολιτικές αποφάσεις. Υπάρχουν ή τουλάχιστον πρέπει να υπάρχουν αρχές αμετακίνητες, πέραν των οποίων αν κινηθεί η πολιτική εκφεύγει στο ολισθηρό πεδίο της αυθαιρεσίας, της ασπόνδυλης διαχείρισης καταστάσεως και τελικά κινδυνεύει να μείνει χωρίς προσανατολισμό. Το όριο αυτό είναι η αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (άρθρ. 2 & 1 Συντ.), αρχή που αποτελεί το έσχατο και μη υπερβάσιμο όριο περιορισμών στα ατομικά δικαιώματα.

Ο προσδιορισμός των ορίων της αρχής σεβασμού της αξίας του ανθρώπου εν όψει των σύγχρονων συνθηκών διαβίωσης είναι η νέα πρόκληση που δέχονται τόσο η πολιτική όσο και η επιστήμη του Ποινικού Δικαίου, πρόκληση που επιβάλλει επαναστάθμιση των εννόμων αγαθών που συγκρούονται και χάραξη νέων ισορροπιών. Η στάθμιση εννόμων αγαθών και συμφερόντων είναι άλλωστε διαχρονικά ο σταυρός του Ποινικού Δικαίου, που το καθιστά Δίκαιο του Ανθρώπου.

Η κυρία Αννα Μπενάκη-Ψαρούδα είναι ομότιμη καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, βουλευτής Α Δ Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία, πρώην Πρόεδρος της Βουλής.