Οι ομοιότητες του Μπαράκ Ομπάμα με τον Τζον Φ. Κένεντι ανάγονται πιο πολύ στη σφαίρα του θυμικού παρά στην πραγματικότητα. Η σημαντικότερη από τις ομοιότητες είναι ότι και οι δύο έγιναν δημοφιλείς χάρη σε μια υπόσχεση αλλαγής, δίνοντας έτσι ελπίδες για μεταρρυθμίσεις στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και στις μειονότητες. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και εκτός αυτών υπήρχε τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όσο και σήμερα τόση ανάγκη για να προσωποποιηθεί η ελπίδα για κάτι διαφορετικό, ώστε δεν ήταν δύσκολο να δημιουργηθεί μια μυθολογία γύρω από τα δύο αυτά πρόσωπα τα οποία πράγματι έχουν λίγα κοινά στοιχεία.


Ο Ομπάμα είναι εμπνευσμένος ρήτορας, όπως ήταν και ο Κένεντι. Και οι δύο πλησίασαν την εξουσία σχετικά νέοι. Ο Κένεντι ήταν μόλις 42 ετών, όταν εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, το 1959. Ο Ομπάμα, αν εκλεγεί, θα είναι 47 ετών. Και οι δύο σπούδασαν στο Χάρβαρντ, ο πρώτος διεθνείς σχέσεις και ο δεύτερος νομικά. Το κοινωνικό προφίλ και των δύο τούς έκανε να διαφέρουν από τον συνήθη πολιτικό της Ουάσιγκτον, αλλά για ξεχωριστούς λόγους. Ο Κένεντι ήταν ο πρώτος καθολικός πρόεδρος. Ο Ομπάμα, από την άλλη μεριά, είναι γιος κενυάτη πατέρα και αμερικανίδας μητέρας από τη Χαβάη.


* Με την οπτική των ανίσχυρων


Ολα αυτά δεν αρκούν για να εξισορροπήσουν τις μεγάλες διαφορές τους. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Ομπάμα δεν είναι λευκός. Ο τρόπος που βλέπει τον κόσμο προφανώς έχει επηρεαστεί από αυτό. Περισσότερο από ό,τι ο Κένεντι, ο Ομπάμα έχει τα εχέγγυα ότι η οπτική του ταυτίζεται με την οπτική των ανίσχυρων και των φτωχότερων. Ο Κένεντι προερχόταν από οικογένεια υψηλού κύρους. Ο Ομπάμα, χωρίς να έχει φτωχική καταγωγή, γνώρισε την κοινωνική άνοδο, την οποία ο Κένεντι δεν είχε ανάγκη, χάρη στις σπουδές και στο ταλέντο του.


Αν ο Ομπάμα είναι ο διάδοχος του Κένεντι, 45 χρόνια μετά τη δολοφονία του τελευταίου, αυτό σίγουρα δεν θα οφείλεται σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Αυτό βέβαια συνδέεται με το ότι η διεθνής ισορροπία δυνάμεων έχει αλλάξει (π.χ. έχει λήξει ο Ψυχρός Πόλεμος). Συνδέεται όμως και με συγκεκριμένες επιλογές: ο Κένεντι συνέχισε τον πόλεμο του Βιετνάμ, αφού συγκατατέθηκε στην ανατροπή του καθολικού νοτιοβιετναμέζου πρόεδρου Ντιέμ και έδωσε το «πράσινο φως» για την επέμβαση στον Κόλπο των Χοίρων στην Κούβα. Επίσης – πράγμα λιγότερο γνωστό – ο Κένεντι υποστήριξε το στρατιωτικό πραξικόπημα εναντίον του στρατηγού Κασέμ στο Ιράκ το 1963. Με τη βοήθεια των ΗΠΑ και με αιματηρό τρόπο οι πραξικοπηματίες, μεταξύ των οποίων και ο Σαντάμ Χουσεΐν, εδραίωσαν την εξουσία του κόμματός τους Μπάαθ. Δεν άφησαν την εξουσία παρά μόνο 40 χρόνια μετά, με την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003. Ο Ομπάμα ευτυχώς ήταν αντίθετος σε αυτή την εισβολή και έχει υποσχεθεί ότι, εφόσον εκλεγεί, θα αποσύρει από εκεί τα στρατεύματα των ΗΠΑ.


* Κοινωνική «επισκευή»


Ωστόσο, ο Ομπάμα είναι λιγότερο σαφής σε θέματα εσωτερικής πολιτικής. Βέβαια εμπνέεται από το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της δεκαετίας του ’60, ένα κίνημα που βρήκε σύμμαχό του τον Κένεντι. Εν τούτοις ο Ομπάμα θα χρειασθεί τολμηρότερες ιδέες για να συγκροτήσει ένα όραμα για την κοινωνία των ΗΠΑ αντίστοιχης γοητείας με εκείνο του Κένεντι. Και αυτό γιατί οι δυσκολίες της κοινωνικής «επισκευής» την οποία θα αναλάβει, αν εκλεγεί, θα ξεπερνούν τη φαντασία. Οταν έγινε πρόεδρος ο Κένεντι, οι ΗΠΑ δεν ήταν παράδεισος κοινωνικής ισότητας. Κάθε άλλο. Ωστόσο, η κληρονομιά που θα αφήσει ο Τζορτζ Μπους υιός θα είναι πολύ βαριά. Και τούτο λόγω των κοινωνικών συνεπειών της οικονομικής πολιτικής του. Σε όλον τον κόσμο οι πιο συντηρητικές κυβερνήσεις συνήθως συμβάλλουν στη διεύρυνση του χάσματος πλουσίων και φτωχών στη διάρκεια της θητείας τους. Κάτι τέτοιο δεν προέκυψε επί κυβερνήσεως Μπους διότι, όπως έχει δείξει ο Πολ Κρούγκμαν, συνέβη κάτι ακόμη χειρότερο: ταυτόχρονα με την όξυνση των ανισοτήτων μεταξύ πλουσίων και φτωχών, διευρύνθηκε το χάσμα ανάμεσα στους υπερβολικά πλούσιους και τους υπόλοιπους πλούσιους. Δηλαδή η απερχόμενη ρεπουμπλικανική κυβέρνηση ευνόησε μια μικρή μερίδα πολύ πλούσιων Αμερικανών σε βάρος όλων των άλλων. Με δύο λόγια, στην εξωτερική πολιτική ο Ομπάμα καλύτερα να μην είναι ο νέος Κένεντι, στη δε εσωτερική πολιτική θα μοχθήσει πολύ για να επιτύχει κάτι εξίσου ή περισσότερο δυσχερές με το εγχείρημα του Κένεντι.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.