Σε δύο προηγούμενα άρθρα μου ασχολήθηκα με τη διαμάχη γύρω από τα θέματα της ύπαρξης/ανυπαρξίας του θείου (βλ. «Το Βήμα της Κυριακής», 16.12.07 και 23.12.07). Σήμερα θα κλείσω αυτή τη θεματική με μερικές σκέψεις που αναφέρονται στη μετανεωτερική πνευματικότητα.


Η πνευματικότητα σήμερα εντάσσεται σε έναν χώρο που έχει ως σύνορα τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό στο ένα άκρο και τον δογματικό αθεϊσμό στο άλλο. Στην πρώτη περίπτωση βλέπουμε μια προσπάθεια επιστροφής σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν – σε ένα παρελθόν όπου οι θρησκευτικές αξίες και δοξασίες κυριαρχούσαν «φυσιολογικά», δηλαδή χωρίς τη χρήση βίας σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Στη μεταπαραδοσιακή, πλήρως διαφοροποιημένη μετανεωτερική κοινωνία, λόγω της εκκοσμίκευσης και της εξατομίκευσης, μια τέτοιου είδους ολοκληρωτική θρησκευτική κυριαρχία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω αυταρχικών, καταπιεστικών μηχανισμών. Είναι προφανές πως μια θρησκευτικότητα που βασίζεται στην καταπίεση δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε έναν αντιπνευματικό, αλλοτριωμένο τρόπο ζωής.


Στο άλλο άκρο ο μαχητικός αθεϊσμός αντικαθιστά την κυριαρχία του θρησκευτικού με αυτήν του επιστημονικού (βλ. άρθρο μου στο «Βήμα της Κυριακής» με τίτλο «Υπάρχει Θεός;», 16.12.07). Εδώ η επιστήμη δεν έχει όρια. Δυνητικά μπορεί να λύσει όχι μόνο τα προβλήματα που σχετίζονται με το πώς λειτουργεί ο κόσμος αλλά και τα ηθικά και υπαρξιακά προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Αυτού του είδους ο θετικιστικός, λογοκεντρικός επιστημονισμός είτε οδηγεί στη χρήση μαζικής βίας (όπως ο «επιστημονικός μαρξισμός» στη Σοβιετική Ενωση) είτε οδηγεί σε έναν στείρο, βαθιά αντιπνευματικό δογματισμό.


Η ανάπτυξη μιας γνήσιας πνευματικότητας σήμερα – είτε πάρει θρησκευτική είτε κοσμική μορφή – έχει ως βασική προϋπόθεση την υπέρβαση/απόρριψη και του θρησκευτικού και του επιστημονικού δογματισμού.


Η θρησκευτική πνευματικότητα


Αυτή δεν βασίζεται ούτε σε ιερά κείμενα ούτε σε τελετουργίες ούτε σε τυποποιημένα πιστεύω. Στα μυστικιστικά ρεύματα όλων των μεγάλων θρησκευτικών παραδόσεων η πνευματικότητα χαρακτηρίζεται από τη via negativa. Από μια προσπάθεια προσέγγισης του θείου, χωρίς τη χρήση νοηματικών κατηγοριών, λογικών αναλύσεων ή εργαλειακών υπολογισμών. Γιατί όσο ο πιστός προσπαθεί να προσεγγίσει τον Θεό ρασιοναλιστικά τόσο απομακρύνεται από αυτόν. Το θείο προσεγγίζεται όχι καταφατικά αλλά αποφατικά: με την «κένωση», δηλαδή με το άδειασμα της ψυχής από διάφορα εμπόδια (πάθη, εγωισμούς, λογοκεντρισμούς κτλ.) που θέτουν φραγμούς στην άμεση επικοινωνία του Θεού με τον άνθρωπο. Ο πιστός – μέσω ασκητικών πρακτικών όπως η αέναη προσευχή, ο διαλογισμός, η νηστεία κτλ. – γίνεται σταδιακά ένα άδειο δοχείο έτοιμο να δεχτεί τη θεία χάρη. Με άλλα λόγια ο παραπάνω προσανατολισμός οδηγεί σε μια μη εργαλειακή, υπερβατικά «ερωτική» σχέση του υποκειμένου με τον Θεό. Οδηγεί σε ένα χωρίς προϋποθέσεις άνοιγμα του πιστού, όχι μόνο προς τον Θεό αλλά και προς τον συνάνθρωπο.


Η έμφαση στο αποφατικό παρά στο καταφατικό παίζει κεντρικό ρόλο στην ορθόδοξη παράδοση της ανατολικής εκκλησίας (V. Lossky). Σε μικρότερο βαθμό, υπό την μορφήν της λεγόμενης αρνητικής θεολογίας, την βρίσκουμε στην καθολική και προτεσταντική παράδοση. Και βέβαια βρίσκει κανείς αποφατικά στοιχεία (με την ευρεία έννοια του όρου) στον ισλαμικό σουφισμό, στον ινδουισμό, στον βουδισμό κτλ.


Στα σημερινά μεταπαραδοσιακά, μετανεωτερικά πλαίσια η αναβίωση της θρησκευτικότητας δεν παίρνει μόνο φονταμενταλιστικές αλλά και πνευματικές μορφές. Σε μια περίοδο όπου, λόγω της παγκοσμιοποίησης, τα θρησκευτικά δόγματα σχετικοποιούνται (R. Robertson), οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πως καμία θρησκεία, καμία Εκκλησία δεν κατέχει το μονοπώλιο της αλήθειας. Αντιλαμβάνονται επίσης πως ενώ το δόγμα χωρίζει το βίωμα ενώνει τους ανθρώπους. Σε αυτό το νέο πλαίσιο η θρησκευτική πνευματικότητα έχει μεγάλη απήχηση σε νέες και νέους που ενδιαφέρονται λιγότερο για το Χρηματιστήριο και τον καταναλωτισμό και περισσότερο για μεταϋλιστικές αξίες και συμπεριφορές (R. Inglehart). Σε νέες και νέους που απορρίπτουν τους δογματισμούς και τις εθνικοθρησκευτικές μισαλλοδοξίες και στρέφονται στη βιωματική, υπαρξιακή διάσταση της θρησκείας. Αυτή βέβαια είναι η διάσταση που τονίζεται στη μυστική θεολογία και στην παράδοση του μοναχισμού. Στη σημερινή εποχή στοιχεία αυτής της παράδοσης, σε ηπιότερο βέβαια βαθμό, δεν περιορίζονται σε κάποιες πνευματικές ελίτ. Διαχέονται στους κοινούς θνητούς μέσω του διαλογισμού και συναφών πρακτικών.


Εδώ πρέπει να τονιστεί πως η μετανεωτερική ακραία εξατομίκευση (η «νέα ατομικότητα» κατά τον Α. Giddens και U. Beck), η σχετικοποίηση των θρησκειών και η έμφαση στο βίωμα παρά στο δόγμα συχνά οδηγεί στον θρησκευτικό συγκρητισμό. Σε αυτή την περίπτωση το υποκείμενο συγκεντρώνει επιλεκτικά στοιχεία από διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις, κατασκευάζοντας έτσι τη δική του θρησκευτική ταυτότητα. Δεν είναι όμως απαραίτητο να συμβεί αυτό. Η θρησκευτικότητα a la carte μπορεί να αποφευχθεί όταν ο πιστός δώσει μεγαλύτερη έμφαση στη βιωματική διάσταση μόνο στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης Εκκλησίας/θρησκευτικής παράδοσης.



Η θρησκεία, στη θετική εκδοχή της, βοηθάει την ανάπτυξη της πνευματικής διάστασης που είναι εγγενής στο ανθρώπινο είδος. Δεν είναι όμως η θρησκεία το μόνο μέσο για την ανάπτυξη της πνευματικότητας. Αν η θρησκευτική πνευματικότητα επικεντρώνεται κυρίως στη σχέση του ανθρώπινου με το θείο, η κοσμική πνευματικότητα επικεντρώνεται στη σχέση του υποκειμένου με τον άλλο. Και εδώ η αποφατική λογική, στο πλαίσιο της μετανεωτερικότητας, παίζει σημαντικό ρόλο.


Θα πάρω ως κύριο παράδειγμα το έργο του Martin Buber. Ο Buber, έπειτα από μια περίοδο μυστικιστικών και υπαρξιακών προβληματισμών, διαμόρφωσε μια θεωρία περί ηθικής και πνευματικότητας στο κέντρο της οποίας είναι η διάκριση μεταξύ δύο τύπων σχέσεων: η σχέση «εγώ – αυτό» και η σχέση «εγώ – εσύ». Η πρώτη σχέση βασίζεται σε μια εργαλειακή ορθολογικότητα. Το υποκείμενο σχετίζεται με τον άλλο μέσω χειρισμών που έχουν ως απώτερο σκοπό τον έλεγχο, την κυριαρχία. Αντίθετα στη σχέση «εγώ – εσύ» ο άλλος δεν ανάγεται ούτε σε αντικείμενο ούτε θεωρείται η προέκταση του εγώ. Εδώ η σχέση βασίζεται σε διαπροσωπική αμοιβαιότητα στο πλαίσιο της οποίας το υποκείμενο διατηρεί την αυτονομία του ενώ παράλληλα «ανοίγεται» προς τον άλλο, κατανοώντας βαθιά την κατάστασή του. Είναι ακριβώς μέσα σε αυτόν τον διαπροσωπικό χώρο της ανοιχτής, μη διαστρεβλωμένης, επικοινωνίας, όπου το ηθικό και το πνευματικό αναδύονται. Με αποφατικούς όρους, το ηθικό και το πνευματικό δεν απορρέουν ούτε από ιερά κείμενα ούτε από καντιανού τύπου λογικές αναλύσεις. Πιο γενικά, οποιαδήποτε απόπειρα κωδικοποίησης, κατάταξης ή τυποποίησης (ανεξάρτητα από το αν είναι θρησκευτικής ή άλλης έμπνευσης) αποκλείει αυτόματα την αυθεντική «συνάντηση». Και αυτό γιατί κάθε συνάντηση είναι μοναδική, ανεπανάληπτη. Ως τέτοια δεν μπορεί να υπαχθεί σε οποιαδήποτε γενική κατηγορία ή έννοια. Το αυθεντικά ηθικό και πνευματικό δεν είναι εξωγενές αφού απορρέει από την ίδια τη συνάντηση.


Παρόμοια θεωρία περί του ηθικού και του πνευματικού βρίσκουμε στα γραπτά του Emmanuel Levinas. Ο Levinas απορρίπτει τον «θεμελιωτισμό» του ρασιοναλιστικού λόγου. Δηλαδή την προσπάθεια εξεύρεσης ηθικών αρχών που να βασίζονται σε αδιαμφισβήτητα οντολογικά ή λογικά/επιστημονικά θεμέλια. Κατά τον εβραίο φιλόσοφο το ηθικό και το «καλό» δεν απορρέουν ούτε από θεολογικά δόγματα ούτε από λογικο-αναγωγικές αναλύσεις. Από την άλλη μεριά όμως ο Levinas αντιτίθεται στον μεταμοντέρνο ηθικό σχετικισμό. Το ηθικό και το πνευματικό αναδύονται σε έναν χώρο όπου το υποκείμενο αντιδρά αυθόρμητα, χωρίς σχεδιασμούς, χωρίς τη λογική του δούναι και λαβείν στον άλλο που ζητάει βοήθεια. Το καλό είναι η ευθύνη που νιώθει το υποκείμενο απέναντι σε κάποιον που είναι διαφορετικός, ξένος, ανίσχυρος.


Από τα παραπάνω μπορεί κανείς να συμπεράνει πως και στον Buber και στον Levinas το ηθικό δεν ταυτίζεται πλήρως με το πνευματικό. Οταν ο άνθρωπος ακολουθεί πιστά κωδικοποιημένους ηθικούς κανόνες είναι μεν ηθικός, αλλά όχι αναγκαστικά και πνευματικός. Το ηθικό ενέχει πνευματικότητα μόνο όταν δεν επιβάλλεται από τα έξω αλλά αναδύεται μέσα από μια σχέση μη διαστρεβλωμένης, ανοιχτής επικοινωνίας. Τέλος, ένας τρίτος τύπος πνευματικότητας (που μπορεί να πάρει και θρησκευτικές αλλά και κοσμικές μορφές) μεταθέτει το κέντρο βάρους από τη διαντίδραση στην ενδοόραση, από τη σχέση εαυτού – άλλου στη σχέση του υποκειμένου με τον εαυτό του. Αυτού του είδους την πνευματικότητα – με την οποία δεν έχω τον χώρο να ασχοληθώ εδώ – τη συναντάμε συχνά στις παραδόσεις ανατολικών θρησκειών όπου ο διαλογισμός παίζει κεντρικό ρόλο.


Συμπερασματικά, το πνευματικό προσδιορίζεται ως απόλυτη αντίθεση προς τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και τον δογματικό αθεϊσμό. Στη θρησκευτική μορφή του η πνευματικότητα αναπτύσσεται μέσα από μια μη εργαλειακή, μη λογοκεντρική, άμεση σχέση του ανθρώπου με το θείο. Οσο για την κοσμική πνευματικότητα αυτή βασίζεται σε μια σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο, απαλλαγμένη από κάθε ωφελιμιστικό, εργαλειακό προσανατολισμό. Το ηθικό και το πνευματικό δεν επιβάλλονται αλλά αναδύονται σε έναν χώρο ανοιχτής, άμεσης, χωρίς προϋποθέσεις, επικοινωνίας. Στη μετανεωτερική κατάσταση η δίψα για αυθεντική πνευματικότητα (θρησκευτική ή μη) οδηγεί μακριά από στείρα δόγματα, λογικές αναλύσεις και ωφελιμιστικούς υπολογισμούς. Οδηγεί σε μια αποφατική λογική που θεωρεί το ξεπέρασμα εγωκεντρικών και λογοκεντρικών εμποδίων ως τη βασική προϋπόθεση για το άνοιγμα του υποκειμένου προς το θείο, προς τον άλλο ή/και προς τον εαυτό του.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.