Με τις δύο προηγούμενες επιφυλλίδες μου προσπάθησα να περιγράψω την κριτική σύγχυση που ταλανίζει σήμερα τις λογοτεχνικές σπουδές, δίνοντας παραδείγματα από το διεθνές (12 Αυγούστου) και από το ελληνικό κριτικό πεδίο (14 Οκτωβρίου). Και έλεγα ότι θα έκλεινα αυτόν τον κύκλο των επιφυλλίδων μου με το παράδειγμα των κειμένων ενός κριτικού, τα οποία από μόνα τους αποτελούν ένα κριτικό φαινόμενο. Για την ακρίβεια, πρόκειται για μια περίπτωση παρακριτικής, που δεν θα έπρεπε να μας απασχολούσε (η παρακριτική αφθονεί στον τόπο μας τόσο ώστε να μην αποτελεί φαινόμενο) αν τα εν λόγω κείμενα δεν είχαν μεταβαπτιστεί σε κριτικά χάρη στην επίμονη προβολή τους από ένα πολιτικό κόμμα, του οποίου φαίνονται να εκφράζουν θέσεις για τη λογοτεχνία.


Αναφέρομαι στα κείμενα του Κώστα Βούλγαρη, προκαθημένου των «Αναγνώσεων» (των σελίδων βιβλίου) της κυριακάτικης Αυγής. Πράγμα παράδοξο: το κόμμα της αντιδογματικής και εκσυγχρονιστικής Αριστεράς, που βρισκόταν κατά το παρελθόν στην πρωτοπορία των λογοτεχνικών αναζητήσεων, να φαίνεται σήμερα ότι προωθεί – όπως η κεντρική θέση και η συστηματική παρουσία των κειμένων αυτών στην εφημερίδα δείχνουν – μια επίσημη λογοτεχνική γραμμή, και μάλιστα νεοζντανοφικού χαρακτήρα. Χρησιμοποιώ για τα κείμενα αυτά τον χαρακτηρισμό νεοζντανοφικά μόνο για τον κριτικοπολιτικό παρωπιδισμό τους, γιατί ο «εκσυγχρονισμός», σήμερα, του ζντανοφισμού διά του προσωπείου της μεταμοντέρνας πολιτικής ορθότητας, η οποία διακρίνεται για την κριτική ασυναρτησία της και την οποία υπηρετούν τα κείμενα του Κ.Β., ελάχιστη σχέση έχει με τη νοηματική συνοχή του παλαιού ζντανοφισμού.


Η πολιτική αφέλεια αυτών των κειμένων έχει επισημανθεί από την κριτική (από τους Β. Χατζηβασιλείου, Γ. Κοροπούλη, Δ. Κοσμόπουλο, Κ. Κουτσουρέλη, Α. Χρυσοστομίδη). Εκείνο που δεν έχει εντύπως δειχτεί είναι η κριτική ασυναρτησία τους και τα απίστευτα σε πλήθος και μέγεθος πραγματικά τους λάθη. Κείμενα άκρως αντιφατικά, με καιροσκοπική αλλαγή θέσεων, που καταστρατηγεί κάθε έννοια κριτικής δεοντολογίας, φιλοδοξούν να αναχαρτογραφήσουν την μετά τον Παλαμά λογοτεχνία μας με τρόπο που τα καθιστά τυπικά δείγματα κριτικής μεγαλομανίας. Παραθέτω, δειγματοληπτικώς, τεκμήρια που δικαιολογούν τους χαρακτηρισμούς μου:


1. Για τον Κ.Β., το 1997, η γενιά του ’30 είναι μια κίβδηλη, ψευδονεωτερική γενιά, ένα «κατασκεύασμα της «νεωτερικότητας»», που έπαιξε «τον ρόλο του αναχώματος που απέτρεπε την προσέγγιση της ποίησης του Καρυωτάκη». Λίγα χρόνια αργότερα, και προς υποστήριξη άλλου επιχειρήματος, η γενιά αυτή θα είναι για τον Κ.Β. «μεγάλη γενιά», με «μεγάλο μέγεθος και πνευματικο-ιστορικό εύρος» (2003, 2006).


2. «Προμετωπίδα της γενιάς του ’30», γράφει ο Κ.Β., ως «κυρίαρχη» μορφή της οποίας προσδιορίζει τον Σεφέρη, είναι «η ουτοπία του Αιγαίου, η φενάκη του ευρύτερου «χώρου»» και «το τρίπτυχο νιάτα – χαρά – υγεία» (1996). Αυτά ωστόσο δεν τον εμποδίζουν να θεωρεί, στο ίδιο κείμενο, την ποίηση του Σεφέρη «απελπιστικά κλειστή», με «βασικό χαρακτηριστικό την ακινησία, που βολεύεται με τον θρήνο».


3. Η γενιά του ’30 «αρθρώνει ένα επείσακτο κοσμοείδωλο […] με όρους μιμητισμού και μετακένωσης, […] η οποία εν τέλει δεν συνιστά παρά μια σχέση υποταγής» (20/5 – 27/5/2007)· «Η αφήγηση της γενιάς του ’30 είναι εθνοκεντρική» (27/5/2007).


4. «Η μελέτη του Αγρα [για τον Καρυωτάκη] καταθέτει και πολιτικές παρατηρήσεις οι οποίες ξεπερνούν πολλούς απ’ τους αριστερούς της εποχής, μα και μεταγενέστερους» και «έθετε εν συνόλω «οριστικά» το πλαίσιο κριτικής προσέγγισης του Καρυωτάκη» (1997)· «Η μελέτη του Αγρα δεν λέει σχεδόν τίποτα για την καρυωτακική ποίηση. Μάλιστα, πρόκειται για μνημείο κριτικής αστοχίας» (2004).


5. «Ενα χαρακτηριστικό» της «ποιητικής τομής του ’89», η οποία απομακρύνεται από τη μεταμοντέρνα απόρριψη των μεγάλων αφηγήσεων, «είναι η επιστροφή της αφηγηματικότητας στον ποιητικό λόγο, που εκφράζεται μέσα από τη μορφή του συνθετικού ποιήματος». Στο ίδιο κείμενο ο Κ.Β. γράφει: «Η ποίηση αυτή [της τομής του ’89] συντίθεται από σπαράγματα και μερικότητες» (2007).


6. «Με τη Γυναίκα της Ζάκυθος, ιδρυτικό κείμενο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο Σολωμός μετέχει, ως οργανική συνιστώσα, στην επανάσταση του ’21, δηλαδή στην ιδρυτική διαδικασία του νεοελληνικού έθνους-κράτους, στη θεσμική μορφοποίηση και τη μορφική αποτύπωση του νεοελληνισμού. Το κείμενο αυτό διαχειρίζεται και εν ταυτώ διαμορφώνει ένα μέρος από τις νεοελληνικές πραγματικότητες, τη στιγμή που αυτές γεννώνται» (2006· η υπογράμμιση δική μου).


Σχόλιο: Η Γυναίκα της Ζάκυθος, έργο ατελείωτο των ετών 1826-1829, παρέμενε άγνωστη ως το 1927, έτος της δημοσίευσής της («ολίγες γραμμές» της μόνο παρατέθηκαν στα «Προλεγόμενα» – 1859 – του Πολυλά). Ο Κ.Β. πιστεύει ότι ο Σολωμός την εξέδωσε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και ότι το έργο, με την απήχησή του την εποχή της υποτιθέμενης έκδοσής του, συνέβαλε «οργανικά» στον Αγώνα και στη θεσμική διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, και όχι μόνο αυτού: «Το νεοελληνικό έθνος», επεξηγεί, «συγκροτήθηκε στην Τριπολιτσά, στο Μεσολόγγι και την Επίδαυρο, από τον Κολοκοτρώνη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, από τον Σολωμό και τη Γυναίκα της Ζάκυθος» (η επισήμανση από τον Α. Μπελεζίνη αυτού του λάθους, χαρακτηριστικού της κριτικής σκέψης του Κ.Β., πέρασε απαρατήρητη).


Απαύγασμα λογοτεχνικής ημιμάθειας και κριτικού αναλφαβητισμού, τα εν λόγω κείμενα επιδεικνύονται ως υποδείγματα αριστερού κριτικού λόγου.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.